____________________________________________________________________________________________________________________
............................................................... *ειδήσεις * νέα * ρεπορτάζ *έρευνα σύγχρονων κοινωνικοπολιτικών ζητημάτων *
___________________________________________________________________________________________________________________

Αυτός που αγωνίζεται μπορεί να χάσει, όμως αυτός που δεν αγωνίζεται ήδη έχει χάσει.

Bertolt Brecht, 1898-1956, Γερμανός συγγραφέας

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Στο Δ.Σ. της Ε.Φ.Ε.Ε.Α. ο Νίκος Καβουρίνος



Στις εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου 2011, για την εκλογή του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Φοροτεχνικών Ελεύθερων Επαγγελματιών Αττικής(Ε.Φ.Ε.Ε.Α. www.efeea.gr),  εξελέγει στο 9μελές Δ.Σ. ο συμπατριώτης και συνεργάτης του "Αρκαδικού Βήματος"  Νικόλαος Δημ. Καβουρίνος από την Βλαχέρνα Αρκαδίας. 
Ευχόμαστε καλή θητεία.

Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

Η ιστορία της Τσακωνιάς χάνεται στα βάθη των αιώνων...


Η ιστορία της Τσακωνιάς χάνεται στα βάθη των αιώνων και στο θάμπος του μύθου και του θρύλου. Μα η παρουσία των κατοίκων της είναι ζωντανή και εναργής σ' όλη την ιστορία της φυλής μας. Άμεσοι απόγονοι των Δωριέων, οι Τσάκωνες διατήρησαν, στα απομονωμένα και κακοτράχαλα βουνά τους, ανόθευτη τη ρίζα τους, τα ήθη και έθιμά τους.
Λιτοδίαιτοι, σκληροτράχηλοι, φιλόπονοι, τολμηροί, ευφυέστατοι μα, προπάντων, φιλελεύθεροι, οι Τσάκωνες, βρίσκονται σε συνεχή αναστάτωση με τους κατά καιρούς κατακτητές που ερήμωναν τον Ελλαδικό χώρο, στην προσπάθειά τους να κατακτήσουν τη χώρα μας.
Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο πως οι Τσάκωνες αποτελούσαν από την εποχή του Ιουστινιανού (527-565) τα επίλεκτα σώματα των καστροφυλάκων και της σωματοφυλακής των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Είναι οι πραγματικοί ακρίτες του Βυζαντίου. Γι' αυτό είχαν επιτύχει ειδικά προνόμια από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες, δηλαδή επιτράπηκε μόνο σε αυτούς, να ιδρύσουν αποικία στην Κωνσταντινούπολη. Στο βυζαντινό δε στρατό υπήρχε στρατιωτικό αξίωμα "Στρατοπεδάρχης των Τσακώνων".
Οι Τσάκωνες δε δέχτηκαν ποτέ τον ξενικό ζυγό. Μετά την άλωση της Πόλης οι υπόδουλοι συνέρχονται, οργανώνονται και ξεφυτρώνουν οι πρώτες επαναστατικές αντιδράσεις. Στα χρόνια που ακολουθούν και μέχρι τις παραμονές της Επανάστασης, στην ακμάζουσα Ελληνική κοινότητα του Πραστού, δε διέμενε ούτε ένας Τούρκος. Εκεί βρήκε πρόσφορο έδαφος να απλώσει το δίκτυό της η Φιλική Εταιρεία (Φ.Ε.).
Με την ίδρυση της Φ.Ε. το 1814 στην Οδησσό από τον Νικόλαο Σκουφά, Εμμανουήλ Ξάνθο και Αθανάσιο Τσακάλωφ έχουμε την αρχή του τιτάνιου έργου της προετοιμασίας και της οργάνωσης του επαναστατικού αγώνα. Αργότερα, θα έρθει η ώρα που σημαντικοί Τσάκωνες θα μυηθούν στο σκοπό της. Ο Σπετσιώτης καπετάν Γεώργιος Πάνου, αφού μυήθηκε από τον Τριπολιτσιώτη μεγαλέμπορο στην Πόλη, Παναγιώτη Σέκερη, αποφάσισε να μυήσει τους Πραστιώτες συνέταιρούς του στις ναυτικές και εμπορικές επιχειρήσεις. Τον καπετάν Γιώργη, τον Παναγιώτη Μίχα, τον γιατρό Γιωργάκη Παπαδόπουλο, τον ιερέα Κυριάκο και τον μεγάλο εφοπλιστή Κώνστα-Χατζή-Παναγιώτου Πολίτη.
Το 1818 φτάνει στον Πραστό απεσταλμένος της Φ.Ε. ο ιερωμένος Διονύσιος Πύρρος και μυεί τους προεστούς του Πραστού, ώστε λίγο πριν την επανάσταση η ύπαρξη της Φ.Ε. να αποτελεί κοινό μυστικό. Έτσι, όταν ήχησε η σάλπιγγα της Ελευθερίας, οι Τσάκωνες βρέθηκαν έτοιμοι για τον μεγάλο αγώνα.
Οι Τούρκοι άρχιζαν να υποψιάζονται και ζήτησαν εγγυήσεις. Τότε η Τσακωνιά στέλνει, ως εξιλαστήριο θύμα, τον πρόκριτο Πραστού, Γιαννούλη Καραμάνο, όμηρο, μαζί με άλλους Αρχιερείς και προκρίτους του Μοριά, για να καθησυχάσει τους ανήσυχους πασάδες.
Τα Καλάβρυτα και η Καλαμάτα, όπως είναι γνωστό, διεκδικούν τα πρωτεία της κήρυξης της επανάστασης κατά τις 23-25 του Μάρτη 1821. Κι όμως, η ηρωική Τσακωνιά ήταν αυτή που, πολύ νωρίτερα από κάθε άλλη Ελληνική περιοχή, έδωσε το σύνθημα της επανάστασης.
Οι Τσάκωνες του Πραστού που μένουν το χειμώνα στο Λεωνίδιο στέλνουν στη Μάνη, στις αρχές του Μαρτίου, τον Τριαντινό, να συνεννοηθεί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Εκεί συναντάται με τον Ράμφο, επίσημο απεσταλμένο της Φ.Ε. Μαζί τους παίρνουν οδηγίες, τη σημαία και επιστρέφουν στο Λεωνίδιο στις 16 Μαρτίου του 1821. Μόλις έγινε αυτό, ξεσηκώνονται όλοι με ζητωκραυγές και πυροβολισμούς, συλλαμβάνουν τον Τούρκο τελώνη του λιμανιού του Λεωνιδίου, πηγαίνουν με πομπή στο Ναό της Παναγίας όπου ψάλλεται δοξολογία και ευλογούνται τα όπλα και η σημαία, που είναι λευκή με ένα σταυρό στη μέση, ένα φίδι, του οποίου το κεφάλι τρυπάει μια κουκουβάγια .
Μετά ανακύπτει θέμα αρχηγίας, μια και περνούν πια στη δράση. Τη διεκδικούν ο Γούλελος, ο Καραμάνος, ο Κώστας του Χατζή κι ο καπετάν Γιωργάκης. Τελικά βρίσκεται λύση: Στέλνεται ο ικανός Εμμανουήλ Κριμήτσος στις Σπέτσες, με σκοπό να ξεσηκώσει τους Σπετσιώτες και να φέρει όπλα και πολεμοφόδια. Στις 20 Μάρτη επιστρέφει ο Κριμήτσος με φορτίο ενός πλοίου. Άμεσα αποστέλλουν τρόφιμα και πολεμοφόδια στο στρατόπεδο των Βερβένων. Στρατολογούν και οπλίζουν εξακόσιους άνδρες, οι οποίοι διαιρούνται σε δύο σώματα, το ένα υπό τον καπετάν Γιωργάκη-Μανωλακη με υπαρχηγό τον Γεώργιο Γούλελο και το άλλο υπό τον Κώστα Χατζή και Καραμάνο με υπαρχηγό τον Παναγιώτη Σαράντη. Στις 25 Μάρτη, ημέρα του Ευαγγελισμού, συγκεντρώνονται στρατός και λαός στην εκκλησία, όπου οι ιερείς σε μια κατανυκτική τελετή, ευλογούν τα όπλα. Ξεκινούν οι μάχιμοι. το πρώτο σώμα για τα Βέρβενα όπου και ο άλλος στρατός για την πολιορκία της Τριπολιτσάς και το δεύτερο σώμα για την πολιορκία του φρουρίου της Μονεμβασιάς.

Δημοτικό τραγούδι αναφέρει για το Πραστιώτικο σπαθί και τον ηρωισμό των Τσακώνων:

"Εσείς χελιδονάκια μου, που πάτε στον αέρα
δώστε μαντάτα στο βοριά σ' όλα τα βιλαέτια,
πάτησαν τη Μονεμβασιά, σε πέντε-δέκα μέρες
θα 'ρθουν τα τσακωνόπουλα κι ο καπετάν Γεωργάκης
να δεις πραστιώτικο σπαθί, τσακώνικο ντουφέκι"

Το τμήμα των Τσακώνων που τράβηξε για τη Μονεμβασιά είχε καπετάνιο τον Γεωργάκη Μανωλακη ο οποίος έφτασε εκεί από τους Μολάους και οχυρώθηκε στη θέση "Βοχάδα", κοντά στη γέφυρα που επικοινωνούσε η Μονεμβασιά με τη στεριά, ώστε απέκοψε τις επικοινωνίες κι ενοχλούσε τους πολιορκημένους πια Τούρκους.
Τέσσερις μήνες διήρκεσε η πολιορκία του κάστρου, του οποίου η παράδοση έγινε στις 23 Ιουλίου 1821. Στις μικροσυμπλοκές που έγιναν κατά την πολιορκία αυτή, αναδείχτηκαν οι παλιοί Κλέφτες Μιχάλης Γκιόρος, Πάνος Ρέππας και ο Γεώργιος Γούλελος, Γ. Τσουκάτος, Κ. Μάνος, ο μικρός Μαλάτος, οι οποίοι έπεσαν ηρωικά στο πεδίο της μάχης.
Μετά την παράδοση της πόλης της Μονεμβασιάς, στις 23 Ιουλίου 1821, ο καπετάνιος των Τσακώνων καπετάν-Γεωργάκης Μανωλακης διορίστηκε "Φρούραρχος Μονεμβασιάς". Σύντομα όμως ο Τσάκωνας οπλαρχηγός παρέδωσε την φρουραρχία, για να μεταβεί και να αγωνιστεί στην πολιορκούμενη Τριπολιτσά.
ο δεύτερο τσακώνικο στρατιωτικό σώμα με 250 Τσάκωνες και με αρχηγό τον Καπετάν-Παναγιώτη Σαράντη τράβηξε για την πολιορκία της έδρας του πασά του Μορέως, Τριπολιτσάς κι έμεινε στο Στρατόπεδο των Βερβένων.
Στις διάφορες συμπλοκές με τους Τούρκους σκοτώθηκαν στο χωριό Βέρζοβα δύο τσακωνόπουλα, ο Στάθης του Κώστα Στάθη κι ο Διαμαντής. Μαζί με τον Γιωργάκη Μανωλακη οι Τσάκωνες πλησίασαν στο χωριό Στενό κι ύστερα προσέγγισαν την Τριπολιτσά, πιάνοντας την επάνω ράχη, στο λεγόμενο "Πηγάδι της Βολιμής".Οι Τσάκωνες είχαν κάνει γνωριμίες με τους πολιορκημένους Τούρκους στην Τριπολιτσά κι εμπορεύονταν τρόφιμα με αντάλλαγμα όπλα. Κατάφεραν να αποφυλακίσουν τον πρόκριτο Πραστού Γιαννούλη Καραμάνο δίνοντας υπόσχεση "στους φίλους τους", να τους διασώσουν, αν πέσει η Τριπολιτσά στα χέρια των Ελλήνων.
Σε μία συνάντηση τέτοια, για ανταλλαγή τροφών με όπλα, ο Τσάκωνας Μανώλης Δούνιας (ή Ντούνιας) κατάφερε "τους φίλους" του, Τούρκους, να τον ανεβάσουν στην Τάπια του κάστρου της Τριπολιτσάς. Με λίγους φίλους του, που τον ακολούθησαν, αιχμαλώτισε τους Τούρκους φρουρούς, γύρισε τα κανόνια στην πόλη κι άνοιξε την πόρτα του Αναπλιού, στις 23 Σεπτεμβρίου του 1821.
Όταν φέρουμε στο μυαλό μας το σημαντικότερο στρατιωτικό κέντρο της Νότιας Ελλάδας και την ιστορική άλωση, αμέσως οι θυμητικές μας παραστάσεις, μας φέρνουν την εικόνα του στρατηγού του αγώνα, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Είναι βέβαια αναντίρρητο, πως στον Κολοκοτρώνη οφείλεται η πολιορκία της στρατιωτικής αυτής πόλης του Μοριά, διότι ο Κολοκοτρώνης επέμεινε σ' αυτό και το κατόρθωσε. Αλλά η άλωσή της οφείλεται σε εκείνον που άνοιξε τις πόρτες του κάστρου της, αφού, όπως είπαμε πιο πάνω, δεν έγινε πολεμική έφοδος, να κυριευθεί η πόλη από στρατιωτικά τμήματα με επικεφαλής πολεμικό ηγέτη.
Αυτή η μεγάλη επιτυχία και το λαμπρό κατόρθωμα οφείλονται στον Τσάκωνα αγωνιστή Μανώλη Δούνια (ή Ντούνια). Εκείνος είναι ο "Πορθητής της Τριπολιτσάς". Κι όμως, αυτό το περίφημο παλικάρι έμεινε αγνοημένο και μόλις, τα τελευταία χρόνια, μέσα από τη σύγχυση της Ιστορίας, μέσα από τα παραποιημένα γεγονότα και μέσα από τις διάφορες εκδοχές και ανακρίβειες ξεπροβάλλει, για να πάρει τη θέση που του πρέπει.
Τον Φεβρουάριο του 1822 δόθηκε διαταγή στα στρατιωτικά σώματα των Επαρχιών Αγίου Πέτρου και Πραστού να ακολουθήσουν τον Νικηταρά (Νικήτα Σταματελόπουλο), σε μια εκστρατεία στη Ρούμελη. Στα τέλη Μαρτίου, στις συμπλοκές και μάχες που έγιναν στη Στυλίδα (χάρτης) και στην Αγία-Μαρία, πολεμώντας ηρωικά οι Τσάκωνες έχασαν τρία παλικάρια τους: Τον Μιχαήλ Οικονόμου, τον Θεόδωρο Μπουγά και τον Γεώργιο Χρηστίνα.
Το καλοκαίρι του 1822, κατέβηκε πολύς Τούρκικος στρατός με αρχηγό τον Δράμαλη και οι Έλληνες με την σοφή στρατηγική του "Γέρου του Μοριά", Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, συγκεντρώθηκαν στην Αργολίδα, στο Παλαιόκαστρο του Άργους και στους Μύλους.
Ο καπετάν Γιωργάκης με τους Πραστιώτες και ΑγιοΠετρίτες, επτακόσιοι-οχτακόσιοι τον αριθμό, έφθασαν στους Μύλους την κρίσιμη εκείνη στιγμή και μπήκαν στην υπηρεσία του Δημήτριου Υψηλάντη και του Κολοκοτρώνη. Αφού έκαψαν τα σπαρτά στον κάμπο του Άργους, συγκρούστηκαν με την εμπροσθοφυλακή του Δράμαλη, κλείστηκαν μαζί με τον Δημ. Υψηλάντη στο φρούριο του Άργους και, ύστερα από πολιορκία μερικών ημερών, έκαναν ηρωική έξοδο, κατά την οποία κινδύνεψαν πάρα πολύ, μαζί με αυτούς και ο Υψηλάντης. Τελικά, κατάφεραν να σωθούν.
Στις μάχες των Δερβενακίων έλαβαν μέρος κι οι Τσάκωνες. Μάλιστα αναφέρεται ο Πέτρος Θερμογιάννης, ο οποίος με εξήντα συμπολίτες του ακολούθησε τον περίφημο Νικηταρά και πολεμούσε κοντά του. Κατά την υποχώρηση του Δράμαλη, οι Τσάκωνες τοποθετήθηκαν από τον Κολοκοτρώνη στη μάχη της Κλένιας σε θέση στρατηγική και δώσανε τη χαριστική βολή στο μεγάλο Σερασκέρη (τουρκ. στρατιωτικός διοικητής). Εκεί σκοτώθηκαν δύο γενναίοι Τσάκωνες: ο μπουλουξής (διοικητής άτακτου, μικρού στρατιωτικού σώματος) Νικόλαος Χουλιαράς και ο Γιάννης Αντριάς, "αφού έκαμαν το χρέος των, το δεκαπλάσιον εις τον εχθρόν" .

Τη συμμετοχή τους επιβεβαιώνει κι ένα ιστορικό κλέφτικο τραγούδι.

"Πουάντζα, 'πέτε, νέγγουντε, τθα Τσακονιά τα μέρη"
(Πουλάκια, πετάτε, ελάτε, στης Τσακονιάς τα μέρη).
'αλήτε χαιρεκίσματα οτσ' έμε τθο Τσιμπέρι
(να πήτε χαιρετίσματα ότ' είμαστε στο Κιβέρι):
-Τα σύνταχα θα φύτσουμε, θα ζάμε τθο Ντερβένι
(αύριο θα φύγουμε, θα πάμε στο Δερβένι),
-Να πολεμήμε, νέγγουντε, του Δράμαλη τ' ασκέρι
(να πλεμήσουμε, πάμε του Δράμαλη τ' ασκέρι)
Πουρτέσε ενέγκοϊ ο Νιτσηταρά, κίσου ο Κολοκοτρώνης
(Πρώτος πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης)
τσαι παρακίσου οι Τσάκωνε με τουρ Άγιο-πετρίτε
(και παραπίσω οι Τσάκωνες με τους Άγιο-πετρίτες).
Ντζιντάει το καριοφίλι τάνου τα διάσελα
(Βροντά το καριοφίλι πάνω στα διάσελα).
Α Έωνα να φυλάει τα Τσακονόπου'α
(Η Έλωνα τα φυλάει τα Τσακονόπουλα)

Ακόμα, στην πολιορκία του Ναυπλίου (Ιούνιος-Δεκέμβριος 1822) σκοτώθηκε κι άλλο ένα τσακωνόπουλο, ο Γιάννης Λάμπρος. Οι Τούρκοι της πόλης με συνθήκη την παραδίνουν στον Κολοκοτρώνη την 1η Δεκεμβρίου 1822. Σε όλες τις περιόδους των χρόνων του πολέμου της Επανάστασης, οι Τσάκωνες δίνουν το παρόν προσφέροντας ένοπλους πολίτες, άφθονο χρήμα και πλούσια εφόδια.
Τον Αύγουστο του 1822 ο Πάνος Κολοκοτρώνης βρίσκεται στον Πραστό και συγκεντρώνει χρήματα. Τότε ειδοποιείται από τους Σπετσιώτες ότι επίκειται κατάπλους του Τουρκικού στόλου με άμεσο στόχο την καταστροφή του νησιού. Από εκεί, με την βοήθεια του Γιαννούλη Καραμάνου και των άλλων Προκρίτων, συγκεντρώνει τετρακόσιους Τσάκωνες, και πάνε στις Σπέτσες, όπου και παρέμειναν προστατεύοντας το νησί. Έτσι, δεν επαναλήφθηκε και στις Σπέτσες, η σφαγή των Ψαρών και της Χίου.
Όταν γράφονται οι μελανές σελίδες του Εμφύλιου σπαραγμού (1823-1825) και οι διαμάχες μεταξύ των στρατιωτικών και πολιτικών, Ρουμελιωτών και Μοραϊτών, οι Τσάκωνες φάνηκαν διαλλακτικοί και σώφρονες, εκφράζοντας όμως πάντα την συμπάθειά τους προς τον Κολοκοτρώνη, στον οποίο συμπαρίστανται στις δραματικότατες ημέρες του διωγμού του και στη φυλάκισή του στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα. Στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (1821-1822), ο Δημήτριος Καραμάνος και στην Εθνοσυνέλευση του Άστρους Κυνουρίας (1823) ο Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος, ως πληρεξούσιος των Τσακώνων, συντελούν στον κατευνασμό των πνευμάτων.
Ακόμη δεν έχουν επουλωθεί οι πληγές του εμφύλιου σπαραγμού και ένας νέος κίνδυνος απειλεί τους αγωνιζόμενους Έλληνες. Ο Ιμπραήμ πασάς της Αιγύπτου αποβιβάζεται στο Μοριά, με σκοπό να καταπνίξει την Επανάσταση, εκμεταλλευόμενος τη διχόνοιά τους. Σημειώνει μεγάλες επιτυχίες και κυριεύει τα πιο σπουδαία στρατηγικά σημεία. Δυστυχώς πολιτικοί και στρατιωτικοί υπογράφουν προσκυνοχάρτια και αναγνωρίζουν τον Αιγύπτιο, για να γλιτώσουν. Ο Ιμπραήμ σκορπίζει σε όλη την Πελοπόννησο τον τρόμο, τον θρήνο και τον οδυρμό. Από το πέρασμά του μένει η φρίκη και η ερήμωση. Πανικός έχει καταλάβει τους πάντες. Ο Γρηγόριος Παπαφλέσσας συμβουλεύει επίμονα την κυβέρνηση Γεώργιου Κουντουριώτη, να αποφυλακίσει "τον Γέρο του Μοριά" και έτσι γίνεται.
Ο μόλις αποφυλακισθείς από τους αντιπάλους του, Κολοκοτρώνης, ο Δημ. Υψηλάντης και ο Παπαφλέσσας είναι οι μόνοι που διατηρούν το θάρρος τους. Ο Κολοκοτρώνης εφαρμόζει τη "Νέαν Στατηγικήν", να μην δίνει μάχη, αλλά να παρενοχλεί τον αιμοδιψή Αιγύπτιο και να τον φθείρει.
Το καλοκαίρι του 1825 οι Τσάκωνες πολεμιστές βρέθηκαν στους Μύλους, στα Βέρβενα, στην Νταβιά, στην Τεγέα και όπου αλλού μπόρεσαν με κλεφτοπόλεμο να αντιμετωπίσουν τους στρατιώτες του. Θύματα στους αγώνες αυτούς οι Τσάκωνες είχαν αρκετά. Σκοτώθηκε ο Δημήτρης Γεωργίτσης, ο Γιωργάκης Νικολέσης, ο Δημήτρης Τσούχλος και ο Π. Βουρλιώτης.
Ο στρατός του Ιμπραήμ μπαίνει και στην Τσακωνιά. Στην Καστάνιτσα βρίσκουν αντίσταση από τον ηρωικό αγωνιστή Τσάκωνα Γιάννη Καψαμπέλη, ο οποίος οχυρωμένος στον ομώνυμο πύργο του, υπερασπίζεται την τιμή του χωριού του. Ο Αιγύπτιος, ντροπιασμένος, αποχωρεί και κατευθύνεται στον ακμάζοντα Πραστό (Σεπτέμβριος 1826). Οι Πραστιώτες είναι οχυρωμένοι στους πύργους τους, ενώ ο Ιμπραήμ περικυκλώνει το χωριό. Τρεις μέρες περιμένει, να παραδοθούν οι Πραστιώτες. Αυτοί τον παραπλανούν με την αναμονή τους, ενώ αποφασίζουν να φύγουν όλοι για το Λεωνίδιο, "το σίγουρο τόπο", σύμφωνα με τον Κολοκοτρώνη, επειδή βλέπουν το μάταιο του αγώνα τους.
Μέσα στις νύχτες, αθέατοι, εγκαταλείπουν τον Πραστό, αφού παρέλαβαν ό,τι μπορούσαν από τα κειμήλιά τους, από τα πλούτη τους, από τους θησαυρούς που είχαν συγκεντρώσει. Προηγουμένως, είχαν μεταφέρει στο Λεωνίδιο, από την εκκλησία της Παναγίας, το ξυλόγλυπτο τέμπλο της, έναν επιβλητικό πολυέλαιο και την εικόνα της Παναγίας του Πραστού. Όλα στολίζουν σήμερα την εκκλησία της Παναγίας του Λεωνιδίου.
Όταν ο Ιμπραήμ αντιλήφθηκε την φυγή τους, διέταξε λεηλασία και φωτιά σε ό,τι έμεινε. Όλα παραδόθηκαν στις φλόγες και μεταβλήθηκαν σε αχνίζοντα ερείπια. Κάηκε ολόκληρος ο Πραστός, με τα χίλια διακόσια (1200) σπίτια του.
Μερικές γυναίκες που δεν πρόλαβαν να φύγουν, κλείνονται στον πύργο του Γούλελου και αρνούνται να παραδοθούν. Οι εχθροί τον κυριεύουν και διατάσσουν την εκθεμελίωσή του. Σήμερα, από τον πολυτραγουδισμένο αυτόν πύργο του Γούλελου δεν μένουν παρά ένας σωρός από πέτρες. Και ο Πραστός εγκαταλείφθηκε για πολλά χρόνια, αφού οι κάτοικοί του εγκαταστάθηκαν στο Λεωνίδιο και στον Άγιο-Αντρέα.
Σήμερα, ο Πραστός, γεμάτος ερείπια μέσα από τα οποία ξεφυτρώνουν αραιά σπίτια, όσα έχουν ξαναχτιστεί, είναι μια σβησμένη εικόνα της παλιάς του δόξας. Μια θλιβερή εικόνα, η οποία δείχνει ολοφάνερα ότι από εκεί πέρασε ο Ιμπραήμ και φέρνει την ανάμνηση της σκληρότητας του Τουρκοαιγύπτιου πασά

Η λαϊκή Μούσα θρηνεί:

"Μια λυγερή καθότανε στον έλατο στη σέλα
και αγνάντευε την Τσακωνιά και του Πραστού το ρέμα,
την πήρε το παράπονο και κάθεται και κλαίει
και λέει τραγούδι θλιβερό και παραπονεμένο.
Πραστέ μου πού 'ναι οι πύργοι σου και πού 'ναι η αρχοντιά σου;"

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ από τους πιο όμορφους οικισμούς στην Ελλάδα




Από πέτρα και σύννεφο
Τη Δημητσάνα, από τους πιο όμορφους οικισμούς στην Ελλάδα,μπορείς να τη δεις από πολλές γωνίες.Ερχόμενος από Βυτίνα ή Ζάτουνα τη βλέπεις πρώτα απέναντι να «κυματίζει» στη λοφογραμμή και μετά,καθώς ο δρόμος πλησιάζει ή κατεβαίνει στην κοίτη του Λούσιου,παρατηρείς ψηλά τα πυργόμορφα σπίτια της να ξεμυτίζουν από άλλες κεραμοσκεπές ή τους βράχους.Μετά, όσο ανεβαίνεις,η πολιτεία μοιάζει με ένα πετρόκτιστο κοίλωμα,μια αγκαλιά που ανοίγει για να σε υποδεχθεί.Μέσα σε αυτή την αγκαλιά υπάρχουν εντυπωσιακά σπίτια,πλακοστρωμένα δρομάκια,πελεκημένα καμπαναριά.
Το πιο πολυώροφο και επιβλητικό σπίτι της Δημητσάνας είναι ο Πύργος Ξενιού,το μοναδικό ίσως πετρόκτιστο πενταώροφο κτίριο στην Ελλάδα,το οποίο έπαψε να λειτουργεί ως ξενώνας αλλά συνεχίζει να δεσπόζει στην πέρα γειτονιά. Η πιο καλή ώρα να πετύχετε τη Δημητσάνα είναι όταν το σύννεφο κατρακυλά από την πλαγιά του βουνού και αρχίζει να τυλίγει με τη γοητεία του τον οικισμό,πρώτα το καμπαναριό ψηλά,και μετά γλιστρώντας πάνω στις κεραμοσκεπές,ώσπου να «γκρεμιστεί» προς το φαράγγι του Λούσιου. Αλλά είναι εύκολο να δείτε και να ακολουθήσετε το πιο γραφικό πλακόστρωτο της Δημητσάνας να κατεβαίνει προς τον κεντρικό δρόμο και να περνά απέναντι στον άλλο λόφο,τον δεύτερο,πάνω στον οποίο είναι κτισμένη η Δημητσάνα. Ανηφορίζει επίσης πλακόστρωτο προς την κεντρική πλατεία με την περίφημη βιβλιοθήκη,τους ναούς της Αγίας Κυριακής και του Αγίου Γεωργίου,περνά έξω από τον ξενώνα Καζάκου και χάνεται μέσα στα σοκάκια,ώσπου να βγει έξω και από τα τελευταία σπίτια του οικισμού.Από εδώ,είναι μια από τις θεαματικότερες γωνίες για να δεις ολόκληρη τη Δημητσάνα.
Αρκαδικό ποίημα
ια από τις εκφραστικές τάσεις που είχαν διαμορφωθεί στις αρχές του 19ου αιώνα, στα πρώτα βήματα της νέας ελληνικής λογοτεχνίας, ήταν και η αποκαλούμενη αρκαδική ποίηση. Ηταν ποιήματα που εκδήλωναν τη νοσταλγία για την αρχαία Αρκαδία, έναν ειδυλλιακό τόπο. Αυτή την ευδαιμονία την αισθάνεσαι και σήμερα ακόμη, καθώς το τοπίο και η ζωή που κυλά μέσα του παραμένουν ειδυλλιακά. Τα βουερά ποτάμια, τα ψηλά ελατοσκέπαστα βουνά, οι παραδοσιακοί οικισμοί, τροφοδοτούνται με γοητεία από μια καρδιά που οι παλμοί της ηχούν από τα βάθη των αιώνων. Οι αγωγοί, οι οποίοι τροφοδοτούν με το ελιξίριο της ιστορίας το τοπίο, είναι τα ποτάμια: ο Λούσιος, ο Αλφειός, η Νέδα.

Λένε πως στον Λούσιο οι Νύμφες έλουσαν τον Δία όταν ήταν μωρό. Καθώς έρχεσαι από τη Μεγαλόπολη, τον συναντάς μετά την Καρύταινα να περνά κάτω από το παλιό και το καινούργιο γεφύρι του Ατσίχολου. Από εδώ ξεκινά μια ωραία διαδρομή ράφτινγκ. Οι πολύχρωμες βάρκες τρέχουν επί 3 χλμ. πάνω στον ζωηρό Λούσιο, το πιο κρύο ποτάμι που ήξερε ο ταξιδιωτικός ρεπόρτερ της αρχαιότητας Παυσανίας. Δεν υπάρχει όμως κανένα πρόβλημα, γιατί οι κωπηλάτες φορούν ειδικές στολές από νεοπρέν και προστατευτικά κράνη.

Οι καταπράσινες όχθες φεύγουν γοργά πίσω από τη βάρκα ώσπου αυτή να πέσει στον Αλφειό και να συνεχίσει στο ίδιο περιβάλλον για άλλα 4 χλμ. ως τη γέφυρα του Κούκου. Αυτό το γεφύρι το έκτισαν οι λαγκαδινοί μαΐστορες 30 μέτρα ψηλά από την κοίτη του ποταμού, με μια ειδική πατέντα. Χρησιμοποίησαν 13 χιλιόμετρα σκοινί για να «πλέξουν» τις δύο όχθες και να στηρίζουν ένα εναέριο καλούπι. Και όπως μας μεταφέρει ο θρύλος, μόνο ένα σφυρί τούς έπεσε στον Αλφειό. Οι πολύχρωμες βάρκες του ράφτινγκ δημιουργούν μοναδική εικόνα, καθώς φτάνουν κάτω από το επιβλητικό γεφύρι που γεφυρώνει τις δύο ψηλές, καταπράσινες όχθες.

Αναμνήσεις από τη Ζάτουνα
Α πό τη Δημητσάνα ο δρόμος πηγαίνει για τη Ζάτουνα (4 χλμ.) και διακλαδώνεται για την περίφημη Μονή Φιλοσόφου (9 χλμ.) και το Κρυφό Σχολειό, πάνω στα ανασηκωμένο φρύδι του Λούσιου. Εκεί, πάνω στον κεντρικό δρόμο, υπήρχε το εκπληκτικό καφενείο (και κουρείο) του Τερρή, ένα πραγματικό μνημείο-σκηνικό κινηματογραφικής ταινίας. Υπήρχε για 80 και βάλε χρόνια, αλλά δυστυχώς για τους ταξιδιώτες τώρα η πόρτα του έχει κλείσει. Το δούλεψαν τρεις γενιές φτιάχνοντας πάντα το χειροποίητο παστέλι, αλλά ο Περικλής που έψηνε τον καφέ στον παλιό πάγκο έφυγε με τη γυναίκα και το παιδί του για τη Γαλλία, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Δύσκολοι καιροί...

Στο Κρυφό Σχολειό, την παλαιά Μονή Φιλοσόφου που είναι κολλημένη στον βράχο, φτάνει ένα απότομο μονοπάτι (με χειρολαβές από αλουμίνιο) που ξεκινά από τη νέα Μονή Φιλοσόφου, η οποία είναι κτισμένη από το 1691 στο πλάτωμα του βράχου, σε ακόμη πιο θεαματικό σημείο από εκείνο της παλιάς. Από εκεί μπορείς να δεις και το άλλο κομμάτι του φαραγγιού προς τη Δημητσάνα και τις πηγές του Λούσιου. Και εδώ ο μοναχός σε υποδέχεται με το παρα δοσιακό κέρασμα των μοναστηριών, το λουκούμι, το νερό και τον καφέ. Αυτή είναι η πρώτη απόλαυση. Γιατί μετά ακολουθούν η ευχαρίστηση και το δέος που προσφέρει το τοπίο, αλλά και η γαλήνη που επικρατεί στο εσωτερικό του καθολικού της Μονής με τις τοιχογραφίες του 1693. Η γαλήνη διαχέεται στο εσωτερικό του καθολικού καθώς οι ακτίνες του ήλιου που μπαίνουν από τα παράθυρα του τρούλου λούζουν με «μεταφυσικό» φως τα πρόσωπα των αγίων.

Το μονοπάτι του Λούσιου
Ε ίναι ένα από τα πλέον γοητευτικά φαράγγια της Ελλάδας: κατάφυτες, θεαματικές πλαγιές που «αγκαλιάζουν» το ποτάμι που κυλά πάνω και ανάμεσα στους λείους βράχους, «στολισμένες» με τους παραδοσιακούς οικισμούς της Δημητσάνας, της Ζάτουνας και της Στεμνίτσας και τις μονές Φιλοσόφου, Προδρόμου, Παναγίας των Αιμυαλών και Καλαμίου.

Ο Λούσιος, πάντα ζωηρός, αναβλύζει κάπου στα αριστερά του δρόμου για τα Λαγκάδια, μετά την Καρκαλού, και ώσπου να φτάσει κάτω από τη Δημητσάνα έχει ήδη γίνει ποτάμι. Καθώς η δυναμική του συνεχώς μεγαλώνει, αφήνει πίσω του αριστερά το Μουσείο Υδροκίνησης και το Παλαιοχώρι. Ολα τώρα κινούνται γρήγορα: αριστερά στην κορυφή των οχθών προβάλλουν τα μοναστήρια της Παναγιάς των Αιμυαλών και του Προδρόμου. Λίγο μετά αισθάνεσαι έναν ακόμη παραδοσιακό οικισμό, τη Στεμνίτσα, αθέατη από το φαράγγι.

Οι ψηλοί «τοίχοι» ανοίγουν πλέον σιγά-σιγά, αφήνοντας να φανεί ο ουρανός ανάμεσα στα ψηλά κυπαρίσσια, αλλά και κάποια ασκηταριά ξεχασμένα ψηλά στους κάθετους βράχους. Τώρα, στην πορεία για τη συνάντηση με τον Αλφειό, μένουν πίσω, κάτω από το χωριό Ατσίχολος, το κομψό παλιό εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα, ένα πέτρινο γεφύρι, η Μονή Καλαμίου και η Αρχαία Γόρτυς.

Ενα τέτοιο τοπίο το απολαμβάνεις με όλες τις αισθήσεις σου, αργά και ηδονικά. Με φυσικά μέσα, με τα πόδια. Από πού ξεκινάς; Η πιο εύκολη διαδρομή είναι από τη Μονή Φιλοσόφου. Το μονοπάτι περνά δίπλα από το Κρυφό Σχολειό και κατηφορίζει ως την κοίτη του Λούσιου. Οι πεζοπόροι περνούν πάνω από το τσιμεντένιο γεφύρι και ανηφορίζουν το φιδωτό μονοπάτι ως τη Μονή Προδρόμου. Λειτουργεί εκεί, κρεμασμένη σαν χελιδονοφωλιά στον απότομο βράχο, από το 1167 και έχει πολλά πράγματα να δείξει, μεταξύ των οποίων και τοιχογραφίες της κρητικής σχολής του 16ου αιώνα. Εκεί οι πεζοπόροι ξεκουράζονται και μετά κατηφορίζουν ξανά προς το ποτάμι, περνούν απέναντι και περπατούν στην όχθη του στο ανοιχτό πλέον φαράγγι διακρίνοντας τα παλιά ασκηταριά στους κάθετους βράχους στην αντίπερα όχθη, ως το εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα (11ος αιώνας). Περπατούν περίπου δυόμισι ώρες από τη Μονή Φιλοσόφου ως εδώ.
Οι γειτονιές των αετών
«Λ άμπει ο ήλιος στα βουνά, λάμπει και στα λαγκάδια, λάμπει και στ΄ Αρκουδόρεμα, στο έρμο Λιμποβίσι,οπού είν΄ οι κλέφτες οι πολλοί, οι Κολοκοτρωναίοι...» λέει ένα παλιό δημοτικό τραγούδι. Και ο ίδιος ο Γέρος του Μοριά, ο Θεοδωράκης Κολοκοτρώνης, διηγείται ότι «... από τα 1553 όπου εφάνηκαν εις τα μέρη μας Τούρκοι, ποτέ δεν τους ανεγνώρισαν, αλλ΄ ήσαν εις αιώνιον πόλεμον», για να συμπληρώσει ότι δεν θυμάται κανέναν από τους προγόνους του να είχε πεθάνει από φυσικό θάνατο.

Η Διήγηση Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής που υπαγόρευσε ο σπουδαίος Ελληνας στον Γεώργιο Τερτσέτη είναι ένα οδοιπορικό σε αυτά τα μέρη: Βυτίνα, Λιμποβίσι, Αλωνίσταινα, Στεμνίτσα, Δημητσάνα, Ζυγοβίτσι, Λαγκάδια, Μαγούλιανα, έρχονται και ξανάρχονται στη Διήγηση, έρχονται και ξανάρχονται στις πινακίδες στους δρόμους. Και το πνεύμα του Γέρου πλανάται πάνω από τον τόπο και βάζει τον θρύλο να εγκατασταθεί στους μοναχικούς οικισμούς και στα ελατοσκέπαστα βουνά.

Από τη Δημητσάνα ο δρόμος πηγαίνει προς Στεμνίτσα και συνεχίζει για Χρυσοβίτσι (14 χλμ.) ακολουθώντας την πινακίδα προς Τρίπολη. Ο δρόμος ανεβαίνει σε διαδοχικά οροπέδια στεφανωμένα με ελατοδάσος. Παραβλέπουμε την πινακίδα προς Βυτίνα (20 χλμ.) και συνεχίζουμε ευθεία.

Ενα χιλιόμετρο πριν από το Ζυγοβίτσι πηγαίνουμε αριστερά για το Λιμποβίσι (7 χλμ.). Συναντάμε πρώτα την Παναγιά του Αρκουδορέματος και μετά τη βρύση. Παραβλέπουμε δεξιά τον δρόμο για Αλωνίσταινα (το χωριό από όπου καταγόταν η Ζαμπία Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, η οποία κατατρεγμένη γέννησε στο Ραμαβούνι της Παλαιάς Μεσσηνίας τον Θεοδωράκη το 1770) και συνεχίζουμε για το Λιμποβίσι που βρίσκεται λίγο μετά (36 χλμ. από τη Δημητσάνα). Εδώ, επάνω στα θεμέλια του σπιτιού των Κολοκοτρωναίων κτίστηκε ένα νέο οίκημα, ανάμεσα στα ερείπια, για να θυμίζει την εστία αυτής της αδούλωτης γενιάς. Παίρνουμε πίσω τον δρόμο που μας έφερε εδώ και πηγαίνουμε δεξιά για τη ζωντανή Ελάτη (1.220 υψόμετρο), ξεχωρίζοντας και συστάδες μελανόδερμων πεύκων, και το εγκαταλελειμμένο Πυργάκι. Ο δρόμος (18 χλμ. από το Λιμποβίσι) βγαίνει στον αυτοκινητόδρομο που αριστερά πάει για Δημητσάνα και δεξιά για Λεβίδι και εθνικό δρόμο Κορίνθου- Τρίπολης. Στο ύψος της Βυτίνας ο δρόμος ανηφορίζει δεξιά για Αλωνίσταινα (9 χλμ.) και Πιάνα (1 χλμ. μετά).

ΠΡΟΣΒΑΣΗ
Η Δημητσάνα απέχει οδικώς από την Αθήνα 214 χλμ.
ΔΙΑΜΟΝΗ
Στη Δημητσάνα,στα ξενοδοχεία Εν Δημητσάνη (τηλ.27950 31748,endimitsani.gr), στο κλασικό Δημητσάνα (τηλ.27950 31518, dimitsanahotel.gr), στο Κoustenis Village (τηλ.27950 31445, koustenisvillage.gr), στους ξενώνες Λουσίου Νύμφες (τηλ.27950 31525, lousiou-nymphes.gr), Θεονύμφη (τηλ.27950 29215, theonimfi.gr), Εναστρον (τηλ.27950 31684, xenonasenastron.gr), Καζάκου (τηλ.27950 29215, xenonaskazakou.gr), Αμανίτες (τηλ.27950 31090, amanites.gr), Προσέληνος (τηλ.27950 31675, proselinos.gr).
ΦΑΓΗΤΟ
Στη Δημητσάνα, στις ταβέρνες Δρυμώνας, Θόλος, Κιούπι, Λημέρι του Τρύπα. Στην Παναγιά (μετά τη Ζάτουνα, 15 χλμ.από τη Δημητσάνα) στην ταβέρνα Ζέρζοβα για πραγματικό αγριογούρουνο, κόκορα κοκκινιστό, κατσίκι λαδορίγανη, χυλοπίτες, κολοκυθόπιτα, «κανονικές» πατάτες κ.ά. Στην Καρκαλού (3 χλμ.από τη Δημητσάνα), στην ταβέρνα Λατούφι για γίδα στιφάδο στον φούρνο και αρνάκι με άγρια χόρτα και φέτα.Στο Χρυσοβίτσι, στο Στέκι του Μοριά για κουνέλι στον φούρνο και χοιρινό χασάπικο με μελιτζάνες.






Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=124&artid=382881&dt=06/02/2011#ixzz1DCpvK7I7

Οι καταναλωτές προτιμούν τα βιολογικά προϊόντα


 βιολογικά προϊόντα

Περισσότεροι από τους μισούς καταναλωτές προτιμούν πλέον τα βιολογικά προϊόντα στις αγορές τους όπως προκύπτει την ετήσια έρευνα του Εργαστηρίου Μάρκετινγκ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (A.LA.R.M.) και του Κέντρου Αειφορίας (CSE) με θέμα «Πράσινο Marketing: Περιβαλλοντικές Διαστάσεις του Marketing στο πλαίσιο της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης».
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε πανελλαδικό δείγμα 700 ατόμων και στα συμπεράσματά της αναφέρεται ότι το 57,2% των καταναλωτών προτιμά βιολογικά προϊόντα, ενώ ένα 52,3% άλλαξε τη μάρκα του προϊόντος που αγόραζε, επιλέγοντας ένα φιλικό προς το περιβάλλον προϊόν.
Η έρευνα αυτή, πραγματοποιείται για τρίτη συνεχόμενη χρονιά και αποτυπώνει την καταναλωτική συμπεριφορά απέναντι στις περιβαλλοντικές διαστάσεις του Marketing, αναδεικνύει τη συνεχώς αυξανόμενη ευαισθητοποίηση του κοινού σε κοινωνικά και περιβαλλοντικά ζητήματα και καταγράφει τη στάση, τις αντιλήψεις και την ανταπόκριση του Έλληνα καταναλωτή απέναντι στις υπεύθυνες εταιρικές πρακτικές.
Αναλυτικά τα αποτελέσματα της έρευνας θα παρουσιαστούν σε ειδική εσπερίδα στις 2 Μαρτίου 2011 και η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί υπό την αιγίδα του υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας & Κλιματικής Αλλαγής, του Ινστιτούτου Εταιρικής Ευθύνης (CRI) και της Ελληνικής Ακαδημίας Μάρκετινγκ (ΕΛ.Α.Μ.).

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση για την κοπή της πίτας των Αρκάδων Ιλίου

Σύλλογος Αρκάδων Ιλίου “Προσέληνοι”


Φωτογραφία: (Από δεξιά) Ο Πρόεδρος του Συλλόγου Αρκάδων Ιλίου "Προσέληνοι" και Αντιδήμαρχος Περιβάλλοντος του Δήμου Ιλίου, κ. Βασίλης Αλεξόπουλος, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως, κ. Αθηναγόρας, ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης, πατήρ Γαβριήλ Ασπρολούπος, ο τέως Δήμαρχος Ιλίου, κ. Βασίλης Κουκουβίνος και ο Δήμαρχος Ιλίου, κ. Νίκος Ζενέτος.



Φωτογραφία δεξιά: (Από δεξιά) Ο τιμώμενος τέως Δήμαρχος Ιλίου, κ. Βασίλης Κουκουβίνος, ο Πρόεδρος του Συλλόγου Αρκάδων Ιλίου "Προσέληνοι" και Αντιδήμαρχος Περιβάλλοντος του Δήμου Ιλίου, κ. Βασίλης Αλεξόπουλος, ο Δήμαρχος Ιλίου, κ. Νίκος Ζενέτος και ο Αντιπρόεδρος του Συλλόγου, κ. Χαράλαμπος Καρπούζος. 






Το Σάββατο 22 Ιανουαρίου πραγματοποιήθηκε στο Καλλιτεχνικό Καφενείο του Πολιτιστικού Κέντρου του Δήμου Ιλίου η εκδήλωση της κοπής της πρωτοχρονιάτικης πίτας του Συλλόγου των Αρκάδων Ιλίου «Προσέληνοι».
Εντυπωσιακή ήταν η προσέλευση του κόσμου στη μοναδική αυτή εκδήλωση που διοργάνωσαν οι «Προσέληνοι», στο πλαίσιο της οποίας οι καλεσμένοι είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν πλούσια εδέσματα, εκλεκτό αρκαδικό κρασί, τη χορωδία και τα χορευτικά του Συλλόγου, υπό τους ήχους παραδοσιακής μουσικής από το συγκρότημα του Χ. Κωστόπουλου.
Στο χαιρετισμό που απηύθυνε ο Πρόεδρος του Συλλόγου και Αντιδήμαρχος Περιβάλλοντος του Δήμου Ιλίου, κ. Βασίλειος Αλεξόπουλος, αφού αναφέρθηκε στο σημαντικό έργο και τις πολύπλευρες δραστηριότητες που έχουν αναπτύξει οι “Προσέληνοι”, ανακοίνωσε την έκδοση εφημερίδας από το Σύλλογο και τη δημιουργία λαογραφικού μουσείου (Αρκαδικό Σπίτι) και κάλεσε όλους τους παρευρισκόμενους, Αρκάδες και μη, να συμμετάσχουν στις δραστηριότητες και τις εκδηλώσεις του Συλλόγου. Ιδιαίτερα, όσον αφορά τη δημιουργία του λαογραφικού μουσείου, παρότρυνε τους συμπατριώτες του να συνεισφέρουν με όποιο τρόπο μπορούν, για να καταφέρει ο Σύλλογος να εξασφαλίσει μια όσο το δυνατόν καλύτερη και πλουσιότερη συλλογή εκθεμάτων από κάθε γωνιά της Αρκαδίας.
Παράλληλα, ευχαρίστησε και το Δήμο Ιλίου και ιδιαιτέρως το συμπατριώτη, Δήμαρχο Ιλίου, κ. Νίκο Ζενέτο, για τη συνδρομή τους στις προσπάθειες του Συλλόγου για τη διατήρηση και την προβολή των παραδόσεων, τα ηθών και εθίμων της Αρκαδίας, γιατί χωρίς την πολύτιμη αυτή συνδρομή ο Σύλλογος δε θα ήταν εφικτό να επιτελέσει με αποτελεσματικότητα το σημαντικό έργο του.
Κλείνοντας, ο κ. Αλεξόπουλος κάλεσε τον επί σειρά ετών, τέως Δήμαρχο Ιλίου, κ. Βασίλη Κουκουβίνο για να του απονείμει τιμητική πλακέτα για την πολύχρονη και πολύτιμη προσφορά του στο Σύλλογο των Αρκάδων, στον πολιτισμό και την παράδοση της πόλης, τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Το γεγονός ότι ο Βασίλης Κουκουβίνος, ένας πρύτανης της Αυτοδιοίκησης, βρισκόταν επί 24 χρόνια στην ηγεσία της Διοίκησης του Δήμου Ιλίου και πρωτοστάτησε στον αγώνα για να βγει η πόλη μας από το μαρασμό και την αφάνεια, μας κάνει όλους ιδιαίτερα περήφανους… Το πόσο επιτυχής ήταν η πορεία του όλα αυτά τα χρόνια, το αποδεικνύει άλλωστε και η επί έξι συνεχείς τετραετίες εμπιστοσύνη των πολιτών του Ιλίου, οι οποίοι ήταν πάντα σίγουροι ότι το μόνο για το οποίο ενδιαφερόταν ο Βασίλης Κουκουβίνος είναι το σήμερα και το αύριο της πόλης μας».
Μετά το τέλος του χαιρετισμού του Προέδρου του Συλλόγου, το λόγο πήρε ο τέως Δήμαρχος Ιλίου, κ. Βασίλης Κουκουβίνος, ο οποίος, αφού ευχαρίστησε το Σύλλογο για την τιμή που του έκανε, εξήρε το έργο των «Προσέληνων» και ευχήθηκε κάθε επιτυχία στο σπουδαίο έργο τους.
Στην εκδήλωση παρευρέθηκαν ακόμα ο συμπατριώτης, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως, κ. Αθηναγόρας, ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης, πατήρ Γαβριήλ Ασπρολούπος, ο πρώην Υπουργός, κ. Κ. Γείτονας, ο Βουλευτής Αρκαδίας, κ. Ο. Κωνσταντινόπουλος, ο Δήμαρχος Ιλίου, κ. Ν. Ζενέτος, ο Δήμαρχος Γορτυνίας, κ. Γ. Γιαννόπουλος, ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Ιλίου, κ. Δ. Κουκουβίνος, ο Αντιπεριφερειάρχης Αρκαδίας, κ. Ε. Γιαννακούρας, Αντιδήμαρχοι και Δημοτικοί Σύμβουλοι του Δήμου Ιλίου και του Δήμου Γορτυνίας, ο Πρόεδρος του Συλλόγου Αρκάδων Ζωγράφου, κ. Κ. Καλύβας, ο εκπρόσωπος της Πανγορτυνιακής, κ. Κ. Σακελαρίου, ο Καθηγητής Πανεπιστημίου, κ. Γ. Θανόπουλος, ο Πρόεδρος της Ένωσης Κρητών Ιλίου, κ. Σ. Μπουρδάκης, εκπρόσωποι τοπικών και εθνικοτοπικών συλλόγων της πόλης και πλήθος κόσμου.  

Για το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου

         O Γραμματέας                                   Ο Πρόεδρος
         Γιάννης Βέργος                   Βασίλης Αλεξόπουλος

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Κατά τον περιηγητή Παυσανία στη σημερινή τοποθεσία της Σύρνας βρισκόταν το Θύραιον



Η Σύρνα είναι ορεινός οικισμός στην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Μέχρι το 1998 ήταν έδρα της ομώνυμης κοινότητας, στην οποία υπάγονταν και ο οικισμός Άνω Καλυβάκια. Από το 1998, διοικητικά ανήκε στο δήμο Τρικολώνων, ο οποίος είναι ένας από τους αρχικούς δήμους του Ελληνικού Κράτους ιδρυθείς το 1836. Τον ιστορικό δήμο Τρικολώνων συγκροτούσαν η Στεμνίτσα και τα χωριά Ελληνικό, Σύρνα, Ψάρι, Παλαμάρι, Παύλια, καθώς και ο οικισμός Άνω Καλυβάκια. Σύμφωνα με τα γραφόμενα του Παυσανία, οι "Τρικόλωνοι" ήταν πόλη που πιθανόν βρισκόταν στην περιοχή του τριγώνου που σχηματίζεται από τα χωριά Παλαμάρι, Παύλια και Σύρνα. Σήμερα υπάγεται στον ενιαίο Δήμο Γορτυνίας με Δήμαρχο τον Γιάννη Σ. Γιαννόπουλο.
Αρχαία και νεότερη ιστορία: Κατά τον περιηγητή Παυσανία στη σημερινή τοποθεσία της Σύρνας βρισκόταν το Θύραιον, πόλη κτισμένη από τον Θύραιο, υιό του Λυκάονα, και αυτό αποδεικνύεται από την ύπαρξη αρχαίων τάφων με οστά, αρχαία νομίσματα, πιθάρια κ.ά. Το χωριό με τη σημερινή του ονομασία,, πρωτοεμφανίζεται σε δημόσια έγγραφα το 1842, όπου διοικητικά ανήκει στον τότε Δήμο Τρικολώνων. Περίπου το 1640 στον ίδιο τόπο κατοικούσε μία γεωργική οικογένεια, του Δράκου Ψωμά, η οποία αργότερα μετοίκησε στην Στεμνίτσα. Το 1880 σύμφωνα σε μία απογραφή η Σύρνα αριθμούσε 328 κατοίκους, 163 άνδρες και 165 γυναίκες.
Ασχολίες των Συρναίων: Από τα πρώτα χρόνια οι κάτοικοι ασχολούνταν εντατικά με την καλλιέργεια της γης, από την οποία προμηθεύονταν τα απαραίτητα προς το ζην. Ιδιαίτερο προϊόν της γης ήταν και ένα είδος σιταριού, ο καλούμενος "ζουλίτσα", από τον οποίο παρασκευαζόταν η "μπογάτσα", είδος γλυκού ψωμιού. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, στο χωριό υπήρχε μεγάλος αριθμός αλωνιών, περίπου σαράντα στον αριθμό, πολλά από τα οποία διατηρούνται ακόμα και σήμερα σε καλή κατάσταση. Επίσης, σημαντικός ήταν ο αριθμός των Συρναίων που διατηρούσαν μεγάλα κοπάδια αιγοπροβάτων. Το μεγάλο κύμα μετανάστευσης των δεκαετιών του ’50 και του ’60 που παρατηρήθηκε στην Ελλάδα, επηρέασε και τη Σύρνα. Μεγάλος αριθμός κατοίκων αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό, κυρίως προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, τον Καναδά, αλλά και προς την Ευρώπη. Παρόλα αυτά, πάντα υπάρχει μία αμφίδρομη σχέση αγάπης μεταξύ ξενιτεμένων και ντόπιων. Πολλές είναι οι φορές, ιδίως τα καλοκαίρια, που έχουμε πολλές επισκέψεις στο χωριό ξενιτεμένων πατριωτών, οι οποίοι ποτέ δεν ξεχνούν την ιδιαίτερη πατρίδα τους.
Ύδρευση: Η ύδρευση του χωριού με τη σημερινή μορφή της, από τις πηγές του Σαβαλά, ξεκίνησε το 1971. Μέχρι τότε η εν λόγω ανάγκη εξυπηρετούνταν από την παραδοσιακή πέτρινη βρύση, η οποία χρονολογείται στις αρχές του 20ού αιώνα. Αυτή βρισκόταν σε σχετικά μικρή απόσταση από το χωριό και το νερό προερχόταν από το όρος Μαίναλο. Η επίσκεψη στη βρύση, αποτελούσε ευκαιρία συνάντησης και συζήτησης των Συρναίων, κυρίως των νοικοκυρών. Ακόμα και σήμερα διατηρείται σε καλή κατάσταση, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που έχει ικανοποιητικές ποσότητες νερού.    
Εκπαίδευση: Στη Σύρνα λειτουργούσε από το 1880 Δημοτικό Σχολείο, από το οποίο αποφοίτησαν πλήθος καταξιωμένων σήμερα, κοινωνικά και επαγγελματικά, ατόμων. Δυστυχώς, η φθίνουσα πορεία του πληθυσμού στην επαρχία επηρέασε και τη Σύρνα, με αποτέλεσμα τη δεκαετία του ’80 να διακοπεί η λειτουργία του σχολείου και οι μικροί μαθητές μετακινούνταν σε μεγαλύτερα γειτονικά χωριά. Η διατήρηση ακόμα και σήμερα του παλαιού σχολείου, προσφέρει ευχάριστες αναμνήσεις στους μεγαλύτερους που αναπολούν τα παιδικά τους χρόνια.   
Θρύλοι: Πλησίον του χωριού, στην τοποθεσία "Χαγιά" υπήρχε και υπάρχει υπόγεια σήραγγα μεγάλων διαστάσεων, η επονομαζόμενη "Τρύπα του Χαγιά". Σύμφωνα με κάποιες εικασίες αυτή οδηγεί στην ευρύτερη περιοχή της Καρύταινας. Επίσης, σε ελάχιστη απόσταση σώζονται σε πέτρες ίχνη (αύλακες) που προκάλεσαν οι ρόδες από τα κάρα τα οποία κινούνταν στοναρχαίο αμαξιτό δρόμο από τη Μεγαλόπολη προς το Μεθύδριο.


Η Σύρνα απέχει 7 χλμ από τη Στεμνίτσα, 19 χλμ από τη Μεγαλόπολη και 203 χλμ από Αθήνα. Μέσω της Εθνικής οδού Κορίνθου- Τριπόλεως φτάνουμε στην Τρίπολη. 
Από εδώ υπάρχουν δύο εναλλακτικές διαδρομές: 
Α) Φτάνοντας στη Μεγαλόπολη και από εκεί ακολουθώντας το δρόμο προς την Καρύταινα, λίγο πριν το χωριό στρίβουμε δεξιά. Μετά έξι χιλιόμετρα συναντάμε το Ελληνικό και αμέσως μετά τη Σύρνα. 
Β) Διαμέσου του Μαινάλου, ακολουθώντας το δρόμο προς το Χρυσοβίτσι. Μετά από μια διαδρομή είκοσι χιλιομέτρων μέσα από το ελατόδασος φτάνουμε στη διασταύρωση της Στεμνίτσας. Στρίβουμε αριστερά και μετά από δέκα χιλιόμετρα φτάνουμε στη Σύρνα.
http://www.syrna.gr/istoria.html

   ΧΡΗΣΙΜΑ ΤΗΛΕΦΩΝΑ   


  ΚΚΤΕΛ Αρκαδίας: α) Μεγαλόπολη: 27910-22238
                          β) Τρίπολη: 2710-222560
                          γ) Αθήνα 210-5132834        
      Κέντρα Υγείας: α) Μεγαλόπολη: 27910-23947
                          β) Δημητσάνα: 27950-31401
      Αστυνομικά Τμήματα: α) Μεγαλόπολη:27910-22222
                                    β) Δημητσάνα: 27950-31205
      Κέντρο Αναψυχής και Εστίασης Σύρνας: 27910-24506