____________________________________________________________________________________________________________________
............................................................... *ειδήσεις * νέα * ρεπορτάζ *έρευνα σύγχρονων κοινωνικοπολιτικών ζητημάτων *
___________________________________________________________________________________________________________________

Αυτός που αγωνίζεται μπορεί να χάσει, όμως αυτός που δεν αγωνίζεται ήδη έχει χάσει.

Bertolt Brecht, 1898-1956, Γερμανός συγγραφέας

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

Αλώνι στου Κουρουνιού Γορτυνίας - Εδώ κερδήθηκε κάποτε το ψωμί...

 Βαγγέλης Μητράκος 




Κείμενο-Φωτογραφία : Β. Μητράκος
(Η φωτογραφία είναι από αλώνι του Κουρουνιού Γορτυνίας Αρκαδίας (το χωριό της μάνας μου) τον περίφημο " Όχτο" , στον οποίο από τα πολύ παλιά χρόνια γινόταν ο χορός στο Πανηγύρι της 23ης Αυγούστου, για την Ψηλή Παναγιά)



ΑΛΩΝΑΚΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

«Όλα είναι υφάδια της κοιλιάς και το ψωμί στημόνι».
Εδώ κερδήθηκε κάποτε το ψωμί . Στ’ Αλώνι . 
Τα βράχια έδωσαν τις πλάκες που στρώθηκαν στη γη τη φαρδιοπλάτα. Το σχήμα … κύκλος ! Σαν ετοιμασμένος από πάντα για χορό . Για χορό της Ζωής και του Ανθρώπου . Φτιαγμένο σε ψήλωμα για να το πιάνει ο αέρας, Βοριάς ή Νοτιάς.
Στη μέση στήθηκε , σαν κοντάρι για λάβαρο νίκης , το στοιερό. Από ξύλο πουρναρίσιο . Ν’ αντέχει το τράβηγμα των ζώων και να κρατάει τις ισορροπίες . Κι ολόγυρα , άκρη άκρη , ένα πεζουλάκι για να μένει μέσα ο καρπός του αλωνίσματος .
Σαν έφτανε ο Θεριστής εδώ , στ’ Αλώνι , στηνότανε τρανό πανηγύρι. Οι θεριστάδες είχαν ήδη με το δρεπάνι «αποκεφαλίσει» τα πάχνα. Οι χεριές γίνονταν χερόβολα, τα χερόβολα δεμάτια και τα δεμάτια φορτώματα. Αλογομούλαρα ιδρωμένα κουβαλούσαν αδιάκοπα τα φορτώματα στ’ Αλώνι, γυρίζοντας , πού και πού, το κεφάλι προς τα πίσω, για δοκιμάσουν κανένα φρεσκοκομμένο στάχυ που περίσσευε .
Κι εκεί, δίπλα στ’ Αλώνι, τράνευαν οι θημωνιές ! Λιοκαμένοι χωριάτες με στέρνα δασύτριχα , με χέρια στιβαρά και φλεβωμένα και μέτωπα κάθιδρα , σκόρπιζαν με τα δικράνια τα στάχυα στ’ Αλώνι . Ο Αλωνάρης (Αλογάρης) βίτσιαζε τα ζα , τα δεμένα με τριχιές στο στοιερό , κι εκείνα καλιγωμένα με τα πέταλα τα γερμανικά , άρχιζαν τους ατέλειωτους κύκλους , κόβοντας την καλαμιά και τρίβοντας τα στάχυα .
Ο χορός του ψωμιού στ’ Αλώνι άρχιζε κάποιο πρωί του Αλωνάρη και τέλειωνε το γιόμα . Το μεσημέρι σταματούσαν .Ανθρώποι και ζα, έψαχναν ίσκιο να σταθούν , νερό δροσερό να ξεδιψάσουν και μια μπουκιά φαΐ να στυλωθούν , έτσι που κόντευαν να σκάσουν από τη ζέστη . Και λίγο μετά , ξανά στη δουλειά . Με τα δικράνια χουφτιασμένα γερά στις ροζιασμένες παλάμες γύριζαν συνέχεια τα στάχυα στ’ αλώνι και στο τέλος , με τα ξυλόφτυαρα, «γύριζαν τ’ Αλώνι», για να τριφτούν τελείως τα στάχυα και τα άγανα.
Σαν «τέλειωνε τ’ αλώνι», η προσευχή τους στον Ουρανό ήταν να φυσήξει αγέρας. Κι αν ο Ουρανός τους άκουγε, άρχιζαν αμέσως το λίχνισμα ως αργά το βράδυ, με τα λυχνάρια ή με το φεγγάρι . Με τα δικράνια πέταγαν ψηλά το «λιώμα» κι ο αέρας ξεχώριζε το άχερο , ενώ ο καρπός του σιταριού , «χρυσή ψιχάλα απ’ τ’ άστρα», έπεφτε κοντά στους λιχνιστές χτίζοντας , σιγά-σιγά , έναν ψηλό σωρό . Ύστερα γινόταν το κοσκίνισμα και , τέλος , το σιτάρι , σακιασμένο , έπαιρνε τον δρόμο για τις σεντούκες στο σπίτι και κατοπινά για το μύλο .
Όπως στο Θέρο , έτσι και στ’ Αλώνισμα , όλη η οικογένεια έκανε τ’ αλώνι σπίτι της . Ιδιαίτερα για τα παιδιά , το αλώνισμα ήταν αληθινό πανηγύρι χαράς : Βαράγανε τα ζώα για να γυρίζουν , έκαναν τούμπες και τσουλήθρες στους σωρούς με τ’ άχερα , πηδούσαν πάνω στο χρυσάφι της γης , γέμιζαν τα μαλλιά και τα ρούχα τους με άχερο και χαίρονταν την ελευθερία και την εξοχή μακριά από το σπίτι. Κι οι μεγάλοι όμως, μέσα στη βαριά τους την κούραση και την έγνοια, χαίρονταν κι έπαιρναν κουράγιο και νέα δύναμη από το κοκκινέλι που πρόσφερε άφθονο ο νοικοκύρης καθώς και από τα κοτόπουλα , τα τυριά , το παστό χοιρινό και τον ντοματοκαγιανά που απλόχερα ετοίμαζε και κουβάλαγε στ’ αλώνι η καλή νοικοκυρά , για να «στυλωθεί» η αργατιά κι όλοι όσοι δουλεύανε και βοηθάγανε στο αλώνισμα …εκεί που κερδήθηκε κάποτε το Ψωμί .



«Άντε , ν’ εκεί πέρα κι αντίπερα, πέρα στα πέντε αλώνια,
μωρή κοντοπλεγμένη κόρη, αρραβωνιασμένη.
Ν’ εκεί λιχνίζουν δώδεκα, λιχνίζουν δεκαπέντε.
Άιντε, κόρη ξανθή ξεσκυβάλαγε με τη χρυσή τη βέργα.
Κι η μάνα της την έλεγε κι η μάνα της τη λέει:
-Φεύγα κόρη απ’ τον κουρνιαχτό, μη σε μαυρίσ’ ο ήλιος.
-Ν’ εγώ τον ήλιο αγαπώ τον κουρνιαχτό ζηλεύω
κι αυτόν τον πρώτο λιχνιστή τον έχω πρώτο φίλο».
Δημοτικό τραγούδι