ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Τα μηνύματα που εξέπεμψαν οι Βρυξέλλες σε σχέση με την ελληνική πρόταση που κατατέθηκε για τους λιγνίτες κάθε άλλο παρά θετικά ήταν. Όπως έχει αναφέρει το Energypress έχουν καταγραφεί οι ενστάσεις και οι αμφιβολίες της Κομισιόν σε σχέση με το κατά πόσο το προσφερόμενο πακέτο ανταποκρίνεται στους όρους της συμφωνίας. Θυμίζουμε ότι η ελληνική πρόταση, κατά πληροφορίες, περιλαμβάνει τις μονάδες του Αμύνταιου, τη μονάδα της Μελίτης που βρίσκεται σε λειτουργία καθώς και άδεια για κατασκευή νέας μονάδας επίσης στη Μελίτη.
Σύμφωνα με πληροφορίες λοιπόν, στο πλαίσιο των συζητήσεων με την Επιτροπή, έχει ήδη ξεκινήσει από την ελληνική πλευρά η επεξεργασία του εναλλακτικού πλάνου, του “plan b” για το ποιες μονάδες θα διατεθούν προς πώληση από τη ΔΕΗ.
Αν και ακόμη δεν υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες, όπως αναφέρουν πηγές του Energypress «το εναλλακτικό σενάριο θα είναι πιο “ρεαλιστικό” και δε θα περιλαμβάνει μονάδες των οποίων η διάρκεια ζωής λήγει σε 2 χρόνια και οι οποίες θέλουν μία επένδυση της τάξης των 100 εκ. ευρώ για να συνεχίσουν να λειτουργούν”.
Αν και δεν ονοματίζεται, η συγκεκριμένη αναφορά είναι σαφές ότι «φωτογραφίζει» τις δύο μονάδες του Αμύνταιου, οι οποίες και φαίνεται ότι θα αντικατασταθούν στο εναλλακτικό σενάριο από άλλα εργοστάσια της ΔΕΗ.
Σύμφωνα με πληροφορίες που είχαν δει το φως της δημοσιότητας πριν την αποστολή της ελληνικής πρότασης στις Βρυξέλλες, ένα από τα εναλλακτικά σενάρια που είχε επεξεργαστεί ο σύμβουλος της ΔΕΗ (McKinsey) , προέβλεπε αντί των δύο μονάδων του Αμύνταιου, τη συμπερίληψη στην ελληνική πρόταση δύο μονάδων της Μεγαλόπολης (3 και 4).
Ποια ήταν η ελληνική πρόταση
Η πρόταση που κατατέθηκε και η οποία, σύμφωνα με πληροφορίες αντιμετωπίστηκε με έντονο σκεπτικισμό από την πλευρά της Κομισιόν περιλάμβανε:
τη μονάδα Μελίτη Ι (330 MW), μαζί με την άδεια για την Μελίτη ΙΙ (450 MW), συν τις δύο μονάδες του Αμυνταίου (600 MW).
τα ορυχεία που τροφοδοτούν τις παραπάνω μονάδες, δηλαδή του Αμυνταίου (παρά την κατολίσθηση), της Λακκιάς και της Βεύης
Η συγκεκριμένη πρόταση αντιστοιχεί στο 36% των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ και στο 42% των ορυχείων με βάση τη θερμογόνο δύναμη του λιγνίτη.