____________________________________________________________________________________________________________________
............................................................... *ειδήσεις * νέα * ρεπορτάζ *έρευνα σύγχρονων κοινωνικοπολιτικών ζητημάτων *
___________________________________________________________________________________________________________________

Αυτός που αγωνίζεται μπορεί να χάσει, όμως αυτός που δεν αγωνίζεται ήδη έχει χάσει.

Bertolt Brecht, 1898-1956, Γερμανός συγγραφέας

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018

"ΣΤΟ ΒΙΔΟΝΙ" διήγημα

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ



Αγαπητέ κ. Αϊβαλή, καλησπέρα σας. Σας αποστέλλω κείμενό μου με τίτλο «Στο Βιδόνι». Είναι το πρώτο κεφάλαιο του υπό επεξεργασία βιβλίου μου, που βασίζεται στις κατά καιρούς αφηγήσεις του παλαίμαχου οργανοπαίχτη και θείου μου, Γιώργου Χίνη.
Με εκτίμηση
Αγαθή Γρίβα – Αλεξοπούλου
Φιλόλογος 
~~~~~~~~~

ΔΙΗΓΗΜΑ "ΣΤΟ ΒΙΔΟΝΙ"
της Αγαθής Γρίβα – Αλεξοπούλου

Βράδιαζε. Το εκκλησάκι της Παναγίας στο Βιδόνι  είχε απομείνει έρημο κι ο κάμπος με τα ελαιοπερίβολα ολόγυρά του είχε ξαναβρεί τη συνηθισμένη του γαλήνη. Τίποτα δε μαρτυρούσε πια πως εκεί, στις δυτικές απολήξεις του μεγαλοπολίτικου κάμπου, είχε γίνει τη μέρα εκείνη μεγάλο ξεφάντωμα!
Πρωί – πρωί πανηγυριώτες από κοντινά ή μακρινότερα χωριά είχαν έρθει να λειτουργηθούν, να προσκυνήσουν τη χάρη Της, και να γιορτάσουν τη γέννησή Της. Με το που σχόλασε η εκκλησία άρχισαν τις χαιρετούρες, τις αγκαλιές και τα φιλιά· ενώ οι γεροντότεροι έστηναν κουβεντολόι μπλέκοντας τωρινά , παλιά και παλιότερα απ’ την εποχή που το Βιδόνι ήταν ένας συνεχόμενος μεγάλος αμπελώνας και η Παναγιά κυρά και προστάτισσα του. Όσο για το πανηγύρι που ακολούθησε, ήταν από εκείνα τα αυθεντικά λαϊκά πανηγύρια, όπου η εγκαρδιότητα και ο αυθορμητισμός των απλών ανθρώπων απογειώνουν το κέφι.
Από τους τελευταίους και αληθινά ευτυχισμένος έφυγε από το Βιδόνι ο Γιώργης ο Χίνης, παλαίμαχος οργανοπαίχτης και ψυχή της ορχήστρας που διασκέδασε για άλλη μια χρονιά τον κόσμο. Αυτός είχε κάνει τις συνεννοήσεις με το δήμαρχο, αυτός διέθετε τον ηχητικό εξοπλισμό της ορχήστρας κι αυτός ανάμεσα στους άλλους οργανοπαίχτες έπαιζε κιθάρα.
 Κόντευε έξι το απόγευμα, όταν επέστρεψε στο χωριό του, το Παλαμάρι. Πάρκαρε το φορτηγάκι, ξεκλείδωσε την αυλόπορτα και χύθηκε στην αυλή. Χάιδεψε βασιλικούς και καντιφέδες που ’χε αραδιασμένους δεξιά και αριστερά η κυρά – Αρετή, η γυναίκα του κι ευωδιασμένος όρμησε κατά τη σκάλα. Από το κεφαλόσκαλο τον καλωσόρισε, όπως πάντα, εκείνη.  
 – Κάηκε το πελεκούδι, κυρα – Αρετή, της πέταξε με τον αέρα του θριαμβευτή. – Αι Μπράβο! έκανε η Αρετή ευχαριστημένη μα ανυπόμονη να μάθει περισσότερα.              – Γλέντι τρικούβερτο σου λέω! Βούλιαξε το Βιδόνι από τον κόσμο! συνέχισε εκείνος βγάζοντας το σακάκι του και τραβώντας κατά την τουαλέτα, να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του. 
Ζήτησε μόνο καφεδάκι. Τι στα κομμάτια από πανηγύρι γύριζε! Φαγωμένος ήτανε και τα κρασάκια του οπωσδήποτε τα είχε τραβήξει! Πέρασε στο καθιστικό και έκανε να καθίσει στην ντιβανοκασέλα, μα το μετάνιωσε. Είχε τόσα πολλά να της πει!
– Μάντεψε Αρετούλα μου, τι μπήκε στην κλήρωση, στους λαχνούς ντε! 
Άλογο! Και μάλιστα σπουδαίο! Ορίστε το ξεφούρνισε κιόλας, πριν εκείνη προλάβει να ανοίξει το στόμα της και συνέχισε όλο ενθουσιασμό: Ένα κανελί αρσενικό οκτώ - δέκα χρονών! Στρογγυλοκάπουλο με μια χαίτη ως εκεί κάτω κι ένα μάτι ζωηρό – ζωηρό και  από καλπασμό άλλο πράμα! Εξαιρετικό ζωντανό! επιβεβαίωνε ακουμπώντας τα δάχτυλα στα χείλη του που τα ’σφιγκε σαν σε μακρινό φιλί στον τετράποδο πρωταγωνιστή του πανηγυριού.– Και ποιος τυχερός κέρδισε, μάτια μου, τέτοιο λεβέντη; αστειεύτηκε η Αρετή  ανακατεύοντας τον καφέ στο μπρίκι. Ο! χο χο! γέλασε εκείνος.                                        – Περιπέτεια, Αρετούλα μου, περιπέτεια! Τον είχε φέρει ένας Σαρακινιώτης από τη Στεμνίτσα… 
 – Ποιος, καλέ; Αυτός που έχει την ταβέρνα στην πλατεία; ρώτησε από μέσα εκείνη.   – Ναι, γεια σου, αυτός. Και να δεις σύμπτωση! Κληρώθηκε στον αδερφό του, μα πού να τον κρατήσει! Να πει ο κόσμος ότι κάνανε την κλήρωση με σημαδεμένα κουκιά! Τραβήξανε ξανά κι έπεσε σ’έναν Κόνιαρη από το Μουλάτσι. Ούτε εκείνος  το κράτησε. Στον Αργύρη το Σμαΐλη από τη Σύρνα κατέληξε. Μιλήσανε με τον Κόνιαρη και τα συμφωνήσανε· του ’δωσε ένα πεντακοσάρικο και το πήρε.
  Αυτός μάλιστα! Έχει το κοπάδι· του χρειάζεται! επιδοκίμασε η Αρετή και σώπασε, για να τον ακούει που συνέχιζε με ανανεωμένο κέφι: 
– Ε, και να ‘βλεπες χορό που ’ρiξε ο μπαγάσας μετά! Μα και οι Μηλιώνισσες, οι πατριώτισσες σου από το Ψάρι, έδωσαν ρέστα! Όλοι παιδί μου, Ψαραίοι, Συρναίοι, Καλυβαίοι, Στεμνιτσιώτες, Καρυτινοί, Μουλατσαίοι  και Μεγαλοπολίτες, όλοι χορέψανε με την ψυχή τους! Άσε πια αυτός ο δικός μας, ο Θανάσης ο Ξηνταβελόνης! Πήδαγε σαν παιδαρέλι κι έλεγε και ξανάλεγε πως χρόνια είχε να ζήσει τέτοιο πανηγύρι. Τα είχε κοπανήσει κιόλας και ξεφώνιζε κάθε τόσο σηκώνοντας το ποτήρι. «Γεια μας! Να ζήσεις Γιώργο με την ορχήστρα σου! Να ζήσει το Παλαμάρι!»  – Και βέβαια να ζήσεις Γιώργο, είπε και η Αρετή και του σέρβιρε το καφεδάκι αχνιστό και μυρωδάτο.
Κάθισε απέναντί του και τον καμάρωνε! Η έξαψη η δική του γινόταν τώρα και δική της! Τι νόμιζαν μερικοί – μερικοί πως ο δικός της ο Γιώργης, ο Γιώργης ο Χίνης, μουσικός από το είκοσι δύο, επειδή τον έσφιξαν τα αρθριτικά, γέρασε και ξόφλησε! Όχι, μάτια μου, δεν θα τους το έκανε το χατίρι! Το ‘λεγε ακόμα η καρδιά του! Και η δική της η καρδιά, δόξα το θεό, δούλευε τώρα ρολόι! Ο βηματοδότης βλέπεις! Έτρεξε να του ξαναγεμίσει το ποτήρι με κρύο νερό. Εκείνος το ήπιε μονορούφι στην υγειά της κι έπιασε να παινεύει τον τραγουδιστή που είχανε στην ορχήστρα.
 – Σπουδαία φωνή αυτός ο Τσακανίκας! Καθαρή, δυνατή, ζεστή και γλυκιά! Αηδόνι, παιδί μου!    
– Καλά,  Γιώργο μου, καλά! τον έκοψε εκείνη. Τα λέμε κι αργότερα αυτά. 
Έβλεπε τον ενθουσιασμό του, μα καταλάβαινε και τις ανάγκες του. Έπρεπε να ξεκουραστεί λίγο· να ησυχάσει το κεφάλι του από τη βουή, να απλώσει τα πόδια του. Τόσες ώρες στημένος στην καρέκλα θα ήταν πιασμένος, κι ας μην το ομολογούσε.
 Κι εκείνη έπρεπε να βγει, να μαζέψει τις κατσίκες, να ταΐσει κότες και κουνέλια, να ανοίξει το νερό, να ποτίσει το περιβολάκι τους
Τέτοια της ήταν παιχνιδάκι! Καθημερινός περίπατος!
«Αν έχεις μουσαφίρηδες, τότε μάλιστα, δυσκολεύει το πράμα!» συλλογίστηκε. «Βραστά, σούπες, ψητά, στιφάδα, τηγανητά, μακαρονάδες, χυλοπίτες, πιλάφια, κεφτέδες! Μη σου αρπάξουν, μη σου μείνουν άψητα, μη σου λασπώσουν, μην τα παραπατήσει το ξύδι, μη σου κόψει το αυγολέμονο! Να τα ’τοιμάσεις όλα, να τα κρατήσεις ζεστά, να τα σερβίρεις στην ώρα τους!» Κόσμο και κόσμο είχε τραπεζώσει στο πενήντα τόσα χρόνια του γάμου τους η κυρά – Αρετή. Και ποιοι δεν πέρασαν το κατώφλι τους και δεν έφαγαν και δεν ήπιαν μαζί τους! Οργανοπαίχτες και τραγουδιστές, συνάδερφοι του Γιώργη της, φίλοι, γνωστοί, γείτονες, όλο το Παλαμάρι. Έπειτα ήταν και οι συγχωριανοί τους που έμεναν στην Αθήνα και κάθε τόσο κατέβαιναν στο πατρικό τους στο χωριό και πετάγονταν και στου Γιώργη. Αλλά και παπάδες και  ψαλτάδες, που Κυριακή παρά Κυριακή έρχονταν στο Παλαμάρι κι εκείνοι έδιναν το παρόν. Ήταν, βλέπεις , κοινοτάρχης παλιότερα ο Γιώργης της, πάρεδρος στον καλλικρατικό δήμο Τρικολώνων αργότερα, κι ακόμα και τώρα επίτροπος στην εκκλησία. Εκτός από τους ξένους βέβαια ήταν και οι συγγενείς: ο αδερφός του Γιώργη, η αδερφή του, τα ξαδέρφια του, οι αδερφές της Αρετής , ο αδερφός της, και τα ανίψια τους, Τόσα ανίψια! Όλους τους φρόντιζε η Αρετή δικούς και ξένους.  Μη φύγουν νηστικοί, μη δεν πάρουν γλυκό,  μη δε φάνε και φρούτο! Και τους κατευόδωνε γεμίζοντας σακούλες τα φιλέματα! Τέτοια νοικοκυρά ήταν η Αρετή και τέτοιο σπίτι κράτησε τόσα χρόνια, ανοιχτό και φιλόξενο! Και τώρα ακόμα τέτοιο το θέλει το σπίτι τους ο Γιώργης! Και οι δυο τους δηλαδή! Κι ας κοντεύει η Αρετή τα ογδόντα, κι ας πλησιάζει εκείνος τα ογδόντα πέντε!
Μόνος πίσω στην κάμαρή του ο παλαίμαχος μουσικός δεν έλεγε να ξεκολλήσει το μυαλό του από τις μεγάλες στιγμές της γιορτινής μέρας που έφτανε στο τέλος της. Τραγούδια και μουσική ηχούσανε ακόμη στ’ αυτιά του και σαν σε ταινία μπροστά στα μάτια του περνούσαν με τσαλίμια και τσακίσματα γυναίκες και άνδρες  παραδομένοι στα καλαματιανά και τα τσάμικα κι εκείνος ανάμεσά τους να χορδίζει την κιθάρα και τις καρδιές τους.  «Ξέδωσε ο κόσμος» συλλογίστηκε. «Ξέδωσε ο κόσμος και αναστήθηκα εγώ» συμπλήρωσε φωναχτά τη σκέψη του. Και στ’ αλήθεια είχε αναστηθεί. Δύο χρόνια χωρίς πανηγύρι, μακριά από χοροστάσι, πλάνταξε! Πρώτα τα προβλήματα και η εγχείριση της Αρετής και ύστερα τα δικά του, η μέση του και το ρημάδι το γόνατο του, τον είχανε διπλώσει στα δυο. Μα από την περασμένη άνοιξη τα πράγματα είχαν στρώσει.   
Περίμενε πώς και τι το μικρό πανηγυράκι της Αγίας Μαρίνας! Να ψάλλουνε τη χάρη της, να κάνει ωραία και καλά απόλυση ο παπα – Χρήστος κι ύστερα να κατέβουνε κάτω στον πλάτανο,  να φάνε και να γλεντήσουν! Μα η ανώμαλη κατάσταση, το παρ, ολίγον Grexit, βρε αδερφέ, οι κλειστές τράπεζες τρόμαξαν τον κόσμο. Τι κι αν έλεγε πως είχε κάνει εκείνος τα κουμάντα του για τα ψητά και τα ποτά! Κανένας δεν τον άκουγε.   «Μου ’στειλε κάποιος από τους δικούς μου ένα - δυο χιλιάρικα να φάμε και να πιούμε στην υγειά του» είπε εμπιστευτικά στο συμβούλιο του συλλόγου. Άδικος κόπος!  Ξεμείναμε με το αντίδωρο και τους πέντε άρτους!
Και το Δεκαπενταύγουστο στο μεγάλο πανηγύρι του χωριού κρύα πράματα· ελάχιστος κόσμος είχε μαζευτεί το βράδυ στο προαύλιο της εκκλησίας. Κρίμα! και είχε καρδιοχτυπήσει τόσο, μη και δεν προλάβουν οι μαστόροι να περάσουν την πλακόστρωση. Πλάκες Καρύστου, παρακαλώ! Το ’χε τάμα και το ’κανε! Και δεν ήταν μόνο ο λίγος κόσμος· ήταν και η μουσική! Κονσέρβα, σου λέει, cd και dj! Ούτε που πήγε, ούτε που ήρθαν γυρεύοντάς τον.Μα και στα γύρω χωριά, απ’ ό,τι είχε ακούσει, κομμένα τα ξεφαντώματα. Στη Στεμνίτσα, το κεφαλοχώρι, και μόνον ανήμερα το Δεκαπενταύγουστο καταλήξανε στον Κώστα τον Κόκκορη και το συγκρότημά του. Όχι, ότι δεν είναι καλός καλλιτέχνης! Όχι, όχι, το αντίθετο μάλιστα! Αλλά βλέπεις, οι δήμαρχοι και οι αντιδήμαρχοι την εποχή των παχιών αγελάδων και των μεγάλων επιχορηγήσεων κατέβαζαν φίρμες από την Αθήνα. Και δεν μιλάει κανείς για τον Τσέρτο ή την Καραγιάννη που στο κάτω – κάτω της γραφής είναι πατριωτάκια, Γορτύνιοι και αυτοί, αλλά για Κλωναρίδη, Μπάση, Γλυκερία κλπ. Ως και ο Μ. Πλέσσας με τη Μ. Λίντα έπαιξαν και τραγούδησαν στη Στεμνίτσα κάποια χρονιά! Και στο Παλαμάρι τόσο μικρό χωριό, κατέβασαν τη Θεοδοσία Στίγκα. Τι κυρία και τι σπουδαία φωνή!
Πάνω σ’ αυτές τις σκέψεις τον πήρα ο ύπνος. Τον άρπαξε κανένα τεταρτάκι και πετάχτηκε. Δεν τον χωρούσε το κρεβάτι και βγήκε στο μπαλκόνι. Όλο το λεκανοπέδιο πιάτο μπροστά του! Τόσα χωριά! Σε όλα είχε πάει! Σε όλα είχε παίξει! Και όχι μόνον σ ’αυτά αλλά και σε άλλα που δεν φαίνονταν! Ψηλά στο Μαίναλο, πάνω στον κάμπο της Ασέας και της Τρίπολης, παρακάτω σε Καλτεζές και Κολλίνες , απέναντι προς την Ανδρίτσαινα και τα χωριά της Λιοδώρας! Αλλά και μακρύτερα σε Λακωνία, Αργολίδα και Μεσσηνία!
Όχι, δεν ένοιωθε νοσταλγία τούτην την ώρα. Η νοσταλγία είναι σαράκι που κατατρώει το μυαλό και ματώνει την καρδιά. Αυτός ήταν μάχιμος ακόμη και τόσο χαρούμενος! Μπορούσε να θυμάται χωρίς να πονάει!Θυμόταν λοιπόν και ξαναζούσε με έξαψη τις μεγάλες στιγμές της εξηντάχρονης διαδρομής του στα όργανα και τη μουσική. Από τους αγαπημένους σταθμούς αυτής της διαδρομής το Βιδόνι. Έστρεψε τα μάτια του προς τα εκεί. Το διέκρινε να αχνοφαίνεται  στο φως του δειλινού που ολοένα και λιγόστευε και το στήθος του φούσκωσε από τη συγκίνηση!  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου