____________________________________________________________________________________________________________________
............................................................... *ειδήσεις * νέα * ρεπορτάζ *έρευνα σύγχρονων κοινωνικοπολιτικών ζητημάτων *
___________________________________________________________________________________________________________________

Αυτός που αγωνίζεται μπορεί να χάσει, όμως αυτός που δεν αγωνίζεται ήδη έχει χάσει.

Bertolt Brecht, 1898-1956, Γερμανός συγγραφέας

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018

Ο Πέδρο Ολάγια συζητά για τη Δημοκρατία, το «γήρας», το χθες και το σήμερα

  Συνεντεύξεις     

Pedro Olalla: Σύντομος Διάλογος με έναν Ισπανό Πρεσβευτή του Ελληνισμού

γράφει ο  Σέργιος Μοσχονάς
-03/10/2018


Ο Πέδρο Ολάγια (Pedro Olalla González de la Vega) γεννήθηκε το 1966 στο Οβιέδο της Ισπανίας – κοντά στο «μονοπάτι» που οδηγεί στο Σαντιάγο της Κομποστέλλα. Σπούδασε φιλολογία κι ασχολήθηκε με τη συγγραφή, τη μετάφραση, τη διδασκαλία, την τέχνη της φωτογραφίας και, τα τελευταία χρόνια, με τη σκηνοθεσία και την παραγωγή ταινιών. Μετοίκησε στην Αθήνα το 1994.

Πρωτογνώρισα τον Ολάγια, τον Πέδρο, πριν αρκετά χρόνια όταν παρακολούθησα τα σεμινάριά του στο Φροντιστήριο Ιστορικών Επιστημών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών τα οποία αφορούσαν στη Γεωγραφία των Αρχαίων Ελληνικών Μύθων. Αργότερα, ταξιδέψαμε παρέα μέχρι τη Νάουσα, όπου και βρέθηκα βοηθός του στο ντοκιμαντέρ που είχε αναλάβει να δημιουργήσει για το Νυμφαίο της Μίεζας, «τον κήπο του Αριστοτέλη».

Ανάμεσα στο πολυσχιδές έργο του, ο Μυθολογικός Άτλαντας της Ελλάδας– ένα μνημειώδες έργο για τον Ελληνικό Πολιτισμό –, το Νέο Έλληνο-Ισπανικό Λεξικό και ενδιαφέροντα βιβλία όπως Ευδαίμων Αρκαδία και η Ελλάδος Ελάσσων Ιστορία. Ανάμεσα στα οπτικοακουστικά του έργα, μια σειρά ντοκιμαντέρ (ΕΤ1) για τους τόπους των Μύθων, αλλά και μια μεγάλου μήκους ταινία για τον Μανώλη Καλλιγιάννη, με τίτλο «Με τον Καλλιγιάννη. Κινηματογραφικό πορτραίτο». Με τα λόγια του Πέδρο: Φυγάς, φοιτητής, μισθοφόρος, αεροπόρος, ναυπηγός και θαλασσοπόρος, ο Μανώλης Καλλιγιάννης εγκατέλειψε στα 17 του την πατρίδα του τη Λέσβο με το όνειρο να γίνει ζωγράφος και μόνο ζωγράφος […] Το φιλμ «Με τον Καλλιγιάννη» είναι ένα κινηματογραφικό σόλο, μια ενδιαφέρουσα δημιουργική πρόκληση και, το δίχως άλλο, μια ταινία διαφορετική πέρα από το ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία.

Ποιος είναι, ωστόσο, ο Πέδρο Ολάγια, ο Ισπανός που έχει διανύσει εκατό χιλιάδες χιλιόμετρα στην ελληνική γη κι έχει καταγράψει με τον φακό του και με το μολύβι του την ιστορία των μύθων αυτής της χώρας;
Θέλω να πιστεύω ότι εξακολουθεί να είναι ο ίδιος που ήταν τότε, όταν έκανε αυτά: ένας ελληνιστής που ήθελε να ασχοληθεί με τον ελληνισμό επί τόπου, ένας άνθρωπος που αντιλαμβάνεται τον ουμανισμό ως στρατευμένη στάση ζωής υπέρ του ανθρώπου, ένα βασανισμένο πνεύμα, ένας προσγειωμένος ιδεαλιστής, κάποιος που ακόμα θέλει να αλλάξει τον κόσμο…

Τελευταία, ο Πέδρο Ολάγια επιδίδεται πιο συστηματικά στη συγγραφή δοκιμίων, πάντα με έντονο λογοτεχνικό ύφος. Ένα από αυτά, γραμμένο από την αρχή με τη σκέψη να γίνει και ταινία, απέκτησε πρόσφατα αυτή τη μορφή: «Η μετέωρη Ελλάδα». Μια μεγάλου μήκους ταινία, χωρίς διαλόγους, που «δεν δίνει λόγο» στον πρωταγωνιστή: εκείνος, ένας αφηγητής, ένας περιπατητής, ένας πολίτης, τριγυρίζει την Αθήνα και περιεργάζεται το τοπίο της συλλογιζόμενος. Μια πραγματικά ξεχωριστή εμπειρία η συνεργασία μου με τον Ολάγια: δεν υπήρχε ο «στεγνός» επαγγελματισμός, ούτε τα πολυάριθμα συνεργεία που συνήθως πλαισιώνουν ένα κινηματογραφικό γύρισμα. Ο Ολάγια, μοναχικός δημιουργός την ώρα της καταγραφής των εικόνων, γράφει το σενάριο σε ένα μαύρο τετράδιο το οποίο συμβουλεύεται συχνά, πριν από κάθε πλάνο. Πηγαίνει ανιχνεύοντας το τοπίο, περιεργαζόμενος τον χώρο και στήνει ένα τρίποδο – επίσης μοναχικό, δίχως τη συμβολή άλλων μέσων – με την ψηφιακή κάμερα. Ο Ολάγια προσέχει σχολαστικά τα πάντα, τον συγκινεί η λεπτομέρεια των πραγμάτων. Αναζητά τον ιδανικό καιρό για να πλαισιώσει το σενάριό του. Αναζητά το ίδιο φως για να μπορέσουν να αναμειχθούν οι διάφορες σκηνές μεταξύ τους. Τα πλάνα του Ολάγια έχουν ένα στοιχείο που τον χαρακτηρίζει: τη γωνία. Μια γωνία μέσα από την οποία ο ίδιος εμφανίζεται ή προς την οποία περπατά και στην οποία χάνεται…

Φίλε Πέδρο, πριν έναν περίπου χρόνο, βρεθήκαμε και πάλι «συνταξιδιώτες» στην πόλη μας, την Αθήνα, γυρίζοντας από τόπο σε τόπο και καταγράφοντας με μια κάμερα μια προσωπική σου αναζήτηση σε σχέση με τη Δημοκρατία. Ποιό είναι τελικά το αποτέλεσμα και το συμπέρασμα αυτής της περιδιάβασής σου στον αθηναϊκό χώρο; Ποια η σχέση της γης αυτής με τη Δημοκρατία, τότε και τώρα;
Το «αποτέλεσμα» είναι μια ταινία για τη δεοντολογία της δημοκρατίας, μια όπτικο-ακουστική εκδοχή του ομώνυμου έργου μου «Η μετέωρη Ελλάδα», στο οποίο προσδίδει νέα μορφή και, ευελπιστώ, νέα πνοή. Το «συμπέρασμα» είναι πολυσύνθετο: νομίζω ότι, με αυτή την προσπάθεια αναθεώρησης της δημοκρατίας από τον ίδιο χώρο που κάποτε υπήρξε λίκνο της και που σήμερα εξελίσσεται σε τάφο της, αποκτάμε συνείδηση των πραγματικών αρχών της -ιστορικών και ηθικών-, αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για ένα ριζοσπαστικό όραμα που εξακολουθεί να είναι επαναστατικό, και καταλαβαίνουμε ότι είναι εξ ορισμού ένα εύθραυστο και απαιτητικό σύστημα διακυβέρνησης που βασίζεται στην πολιτική αρετή των πολιτών και που, χωρίς αυτή, στερείται βάσεως.


Μια μεγάλου μήκους ταινία, ένα σχεδόν δίωρο έργο το οποίο γυρίστηκε αποκλειστικά στον αθηναϊκό «μικρόκοσμο». Πόση ήταν η διάρκεια των εργασιών για την αποπεράτωση της ταινίας σου; 
Είναι δύσκολο να το υπολογίσει κανείς, διότι η ταινία «πατάει» σε ένα προηγούμενο έργο, το οποίο είναι αναπόσπαστο κομμάτι αυτής. Πρόκειται, όπως είπα, για την οπτικοακουστική μεταφορά ενός προϋπάρχοντος έργου, που στην ουσία είναι το ίδιο. Για αυτό τα σύνορα θολώνουν.
Από κινηματογραφική άποψη, το βιβλίο «επηρεάζει» πολύ την ταινία –που σαφώς θα ήταν διαφορετική αν δεν υπήρχε αυτό–, αλλά ταυτόχρονα, σε αυτή την περίπτωση, το βιβλίο ήταν ήδη γραμμένο με πολύ κινηματογραφικό τρόπο, πράγμα που βοήθησε στο «σμίξιμο».

Συνολικά, μπορεί να ασχολήθηκα με αυτή την ταινία έναν ολόκληρο χρόνο, αλλά αυτό το καλό έχει το «κινηματογραφικό σόλο», ότι δεν υπάγεται στους ρυθμούς και στις δεσμεύσεις μιας συμβατικής παραγωγής: σου δίνει μεγαλύτερη ελευθερία και σου επιτρέπει να κάνεις «συνταγές γκουρμέ». Θυμάμαι την πρώτη προβολή, την πρεμιέρα της ταινίας σου στην Αθήνα, στην Ελληνοαμερικανική Ένωση. Ήταν μια συγκροτημένη παρουσίαση του έργου σε συνδυασμό με μια συζήτηση στο τέλος κι ένα θερμό χειροκρότημα που τη συνόδευε.

Θα ήθελες να μας αναφέρεις τη δική σου εμπειρία από τη βραδιά εκείνη;
Η εκδήλωση που αναφέρεις ήταν η πρεμιέρα της ελληνικής εκδοχής. Είχαν προηγηθεί κι άλλες εκδηλώσεις στην Ισπανία με την ισπανική βερσιόν, και για αυτό είχα ήδη εικόνα για την ανταπόκριση και τη δυναμική του κοινού απέναντι στο συγκεκριμένο έργο. Υπήρχε όμως μια διαφορά σημαντική: στην περίπτωση της Αθήνας, ήταν επί το πλείστον ένα κοινό Ελλήνων, και η αντίδραση θα μπορούσε να μην είναι η αναμενόμενη. Το θέμα της δεοντολογίας της πολιτικής και της δημοκρατίας μας αφορά όλους, αλλά το γεγονός ότι πραγματεύεται με θέατρο την Αθήνα –αρχαία και σύγχρονη– και με αφορμή την τωρινή κατάσταση θα μπορούσε να προκαλέσει πιο έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις στους Έλληνες. Η έκπληξή μου ήταν ακριβώς αυτή: στις πολλές προβολές με συζήτηση που έχουμε κάνει μέχρι τώρα, η ορθολογική και η συναισθηματική αντίδραση των ξένων (κυρίως Ισπανών) ήταν εξίσου μεγάλη με αυτή των Ελλήνων, για να μην πω μεγαλύτερη!

Ποιες άλλες ευκαιρίες θα υπάρξουν για να απολαύσει κανείς τη «Μετέωρη Ελλάδα»;
Ελπίζω ότι πολλές. «Η μετέωρη Ελλάδα» δεν είναι μόνο ένα βιβλίο και μια ταινία, είναι μια πρωτοβουλία εν τω γίγνεσθαι που έχει σκοπό να καλλιεργήσει την πολιτική συνείδηση και να παροτρύνει στην περισυλλογή και τον διάλογο για την αναγκαία αναθεώρηση της υπάρχουσας «δημοκρατίας». Σε αυτή τη γραμμή, έχουμε ήδη οργανώσει προβολές και εκδηλώσεις σε συνεργασία με περισσότερους από πενήντα φορείς και είμαστε πάντα ανοιχτοί σε νέες προτάσεις. Επίσης, όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να συμμετάσχει στην πρωτοβουλία και να έχει πρόσβαση στο έργο μέσω του ιστότοπου www.pedroolalla.com.


Γιατί «Μετέωρη Ελλάδα»; Γιατί αυτός ο τίτλος που, ενώ είναι υπέροχος και ιδιαίτερα στοχευμένος, αποπνέει έναν έντονο προβληματισμό;
Θα σου απαντήσω με ένα απόσπασμα του έργου: «ἥ ῾Ελλὰς ἅπασα μετέωρος ἦν», έγραψε ο Θουκυδίδης. «Μετέωρος» σημαίνει στον αέρα, αυτό που αιωρείται, που πλανάται· αλλά σημαίνει και το επισφαλές, το αβέβαιο· και, τέλος, το εκκρεμές, το ανεκπλήρωτο. Έτσι, στον αέρα, λέει ο ιστορικός ότι ήταν όλη η Ελλάδα τότε που η Σπάρτη έλαυνε ενάντια στην Αθήνα, διασχίζοντας αυτούς τους γαλαζωπούς λόφους που διακρίνονται εκεί στο βάθος, ενώ στις δυο αντίπαλες πλευρές, παράτολμοι και αμέριμνοι νέοι ανυπομονούσαν να ξεχυθούν στον πόλεμο. Σήμερα, η Ελλάδα, χώρα και ηθική πρόκληση συνάμα, εξακολουθεί να είναι μετέωρη, πλανώμενη, σκόρπια. Και αβέβαιη ακόμα, και ανεκπλήρωτη. Και, αναμφίβολα, επισφαλής, αιώνια απειλούμενη.

Είναι εφικτό να ζήσουμε στον 21ο αιώνα την Αθηναϊκή Δημοκρατία;
Είναι απολύτως εφικτό -και απαραίτητο- να εξακολουθήσουμε να αναζητούμε, στον 21ο αιώνα, τα ίδια ιδανικά που εκείνοι αναζήτησαν τότε. Ίσως τα εργαλεία ή τα μέσα δεν μπορούν να είναι τα ίδια, αλλά τα ιδανικά δεν είναι καθόλου παρωχημένα και θα εξακολουθήσουν να είναι χρήσιμα εφόσον δεν είμαστε διατεθειμένοι να παραδεχτούμε ότι η «πολιτική» είναι απλώς ιδιωτική υπόθεση κάποιων ολίγων για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους.

Πώς ορίζεται η «Δημοκρατία»; Ποιος ο ρόλος του «σεβασμού» και της τήρησης των Νόμων σε μια δημοκρατική Πολιτεία; Και ποιες θεωρείς ότι ήταν οι συντεταγμένες της Αρχαίας Δημοκρατίας;
Η δημοκρατία είναι το μόνο πολιτικό σύστημα που επιτρέπει την πλήρη και ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στον προσδιορισμό και στην υπεράσπιση του κοινού καλού, και -πιο σημαντικό ακόμα- το μόνο πολιτικό σύστημα που την απαιτεί.


Είναι το μόνο σύστημα όπου η πολιτική δεν νοείται ως τέχνασμα για την επιβολή του κατεστημένου που συμφέρει τους ισχυρούς, αλλά ως τέχνη της συμφιλίωσης της βούλησης όλων για την καταπολέμηση του εγωισμού.
Τελευταία εξέδωσες ένα επιστολιμιαίο δοκίμιο σχετικό με το γήρας παίρνοντας αφορμή από το αντίστοιχο έργο του Κικέρωνα. Ζούμε σε μια εποχή στην οποία το δημογραφικό πρόβλημα είναι περισσότερο από ποτέ εμφανές: ο άνθρωπος γεννιέται, γνωρίζει, μαθαίνει, επεξεργάζεται τα ερεθίσματα που του προσφέρονται και – τέλος – οφείλει να στοχάζεται. Αποτελεί, όμως, το γήρας έναν δρόμο προς την ωρίμανση; έναν δρόμο προς τη σοφία;
Το να γερνάμε καλά -το ευ γηράσκειν- δεν είναι τίποτα διαφορετικό από το να καταφέρουμε το ευ ζην μέχρι το τέλος της ζωής μας. Είναι, επομένως, κάτι που, παραδόξως, πρέπει να μάθουμε από νωρίς. Μια διαδικασία της οποίας η επιτυχία εξαρτάται τόσο από την προσωπική καλλιέργεια των ικανοτήτων και της στάσης ζωής μας όσο και από την ικανότητα της κοινωνίας να κάνει εφικτή αυτή την καλλιέργεια και να ανταποκριθεί στις θεμιτές ανάγκες όλων μας. Αυτό καθιστά το ευ γηράσκειν ένα εγχείρημα προσωπικό και συλλογικό συνάμα, δηλαδή συνάμα ηθικό και πολιτικό.


Στον λόγο που εκφώνησες κατά την αναγόρευσή σου σημείωνες: Πρεσβευτές Ελληνισμού. Τι είναι αυτό που πρεσβεύουμε;
Αυτό που ονομάζουμε ελληνισμός δεν είναι απλώς ο πολιτισμός μιας χώρας ή ενός λαού. Είναι σαφώς μια κληρονομιά πολύ πιο πολύπλοκη και οικουμενική. Θα ήθελα να σταθώ σε δύο λέξεις: στην Οικουμενικότητα και στον Ελληνισμό. Ζούμε στην θλιβερή κοινωνία της Παγκοσμιοποίησης όπου ο όρος Οικουμενικότητα θα μπορούσε να «διαβρωθεί». Ζούμε, επίσης, σε μια εποχή όπου ο Πολιτισμός έχει χάσει το βάρος που θα έπρεπε να του αναλογεί ως θεμέλιο του παγκόσμιου πραγματικού πλούτου, ενώ ο «πραγματικός πλούτος» έχει καταδυναστεύσει κάθε ιδέα, κάθε σπιθαμή ελπίδας του Ανθρώπου.
Οικουμενικότητα και παγκοσμιοποίηση είναι δύο έννοιες αντικρουόμενες. Η οικουμενικότητα είναι η αναζήτηση όσων είναι κοινά και έμφυτα στον άνθρωπο, καθώς και η προσπάθεια αυτά τα γνωρίσματα και τα αγαθά -ηθικά και υλικά- να γίνουν σεβαστά και προσιτά σε όλους. Η παγκοσμιοποίηση, αντιθέτως, είναι ένας μηχανισμός σφετερισμού των αγαθών και των δικαιωμάτων ολόκληρης της ανθρωπότητας από μια χούφτα προνομιούχων, εξουδετερώνοντας όποια αντίσταση μπορούν να προβάλουν τα σύνορα, τα κράτη, οι νόμοι, τα δικαιώματα, η καλώς νοούμενη πολιτική και όλα τα κεκτημένα του πολιτισμού.

Ποια είναι τα σημεία της Αθήνας στα οποία επιστρέφεις συχνά; Ποιο είναι το στοιχείο – ή τα στοιχεία – της πόλης που ταυτίζονται και «ολοκληρώνουν» τη δική σου προσωπογραφία;
Όλο το ιστορικό κέντρο. Όλα τα μέρη που αναφέρονται και εμφανίζονται στο έργο. Από τον Λόφο των Νυμφών μέχρι το παρακμιακό Δημόσιο Σήμα. Είμαι σίγουρος ότι δεν θα ήμουν ο ίδιος αν όλα αυτά τα μέρη δεν ήταν μια συνεχής παρουσία στη ζωή μου, μια σταθερά. Με εμπνέουν, με υπενθυμίζουν πράγματα σημαντικά, και κάθε φορά που τα επισκέπτομαι κάπως «πεσμένος» με ανακουφίζουν.

Κλείνοντας θα ήθελα να σε ρωτήσω αν αισθάνεσαι τη γη αυτή πατρίδα σου. Και αν ναι, τι είναι αυτό που σου δημιουργεί αυτό το συναίσθημα, αυτή την ανάγκη, ίσως;
Η Ελλάδα είναι το μέρος όπου έχω περάσει τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια της ζωής μου εκούσια, και αυτή η συνειδητή επιλογή -αυτή η συνειδητή επιμονή- την καθιστά μια πατρίδα για εμένα. Σε αυτό προστίθεται το συναίσθημα -κοινό και σε άλλους ξένους- του ότι αποτελεί επίσης μια πνευματική πατρίδα. Και συναίσθημα και βίωμα μαζί συνιστούν κάτι πολύ ισχυρό. Για αυτό η Ελλάδα με πληγώνει, και όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια με πληγώνουν και με αγανακτούν απίστευτα.


Ποιά θεωρείς – αν υπάρχουν – πως είναι τα κοινά πολιτισμικά στοιχεία (ή ποιες είναι οι έντονες αντιθέσεις) ανάμεσα στην Ισπανία και στην Ελλάδα, ανάμεσα, δηλαδή, στη φυσική και στη θετή σου πατρίδα;
Όσον αφορά στην Ισπανία και στις ομοιότητες με την Ελλάδα, μπορώ να πω ότι είμαστε δύο λαοί και δύο χώρες με πολύ παράλληλους βίους. Οι διαφορές μας είναι πάντα μικρές, σε επίπεδο αποχρώσεων, και, αν και το ενδιαφέρον για τα κοινά και η συλλογική δράση μού φαίνονται λίγο μεγαλύτερα στην Ισπανία, θα μου άρεσε να είναι πολύ μεγαλύτερα και στις δύο χώρες.

_____________

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου