Συχνά αναφέρεται ο όρος «εθνικός ευεργέτης» και όλοι πάνω-κάτω γνωρίζουμε ποιοι είναι οι μεγάλοι ευεργέτες στην Ελλάδα –μια βόλτα να κάνει κανείς στην πόλη του, και όχι μόνο στην Αθήνα, δεν αργεί να συνειδητοποιήσει το πλήθος των ανθρώπων εκείνων που με τα κληροδοτήματά τους θέλησαν να προσφέρουν στον τόπο τους που τον στερήθηκαν προκειμένου να προκόψουν. Όλοι οι μεγάλοι ευεργέτες της χώρας μας, οι οποίοι έχτισαν τις περιουσίες τους με πολύ κόπο και επιστρατεύοντας όλη την εφευρετικότητα και τη θέληση με τις οποίες ήταν προικισμένοι, πλούτισαν στο εξωτερικό τον 18ο και τον 19ο αιώνα, κάποιοι μάλιστα πολύ πιο νωρίς.
Δεν γνώριζε σύνορα η ελληνική διασπορά, ούτε σήμερα γνωρίζει. Και ευτυχώς για τους τολμηρούς εκείνους ανθρώπους, τα ευρωπαϊκά κράτη ευνοούσαν με τη νομοθεσία που θέσπιζαν αλλά και με τις διομολογήσεις που συνήπταν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία τις εμπορικές δραστηριότητες των υπηκόων της. Μέσα σε αυτή την ευνοϊκή συγκυρία διακρίθηκαν οι εξάδελφοι Ζάππα (Ρουμανία), ο Γεώργιος Αβέρωφ (Αλεξάνδρεια), Ιωάννης Βαρβάκης (Ρωσία), και τόσοι άλλοι, οι οποίοι ευεργέτησαν την πατρίδα τους δωρίζοντας μεγάλα ποσά.
Ανάμεσά τους ξεχωρίζει και ένας έμπορος από τον τόπο μας, ο οποίος έφηβος ακόμη ξεκίνησε από τον Άγιο Ιωάννη του Άστρους για να προκόψει. Πρόκειται για τον Δημήτρη Καρυτσιώτη, ο οποίος με πρώτο σταθμό τη Σμύρνη και επόμενο την Τεργέστη, κατόρθωσε να καθιερωθεί ως επαγγελματίας και να διακριθεί τόσο ως εξέχον μέλος της Κοινότητας στην αυστριακή τότε εμπορική πόλη όσο και ως μέλος της κοινωνίας της.Και με το κληροδότημα που άφησε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, οι νέοι του τόπου του οι οποίοι φοίτησαν εκεί, έλαβαν παιδεία αντάξια του σχολείου της Κοινότητας στην Τεργέστη, όπως ο ίδιος επιθυμούσε.
Στις γραμμές που ακολουθούν, θα παρακολουθήσουμε την πορεία του Δημήτρη Καρυτσιώτη, αλλά και θα αναφερθούμε στην ελληνική διασπορά και στους λόγους της άνθησής της. Παράλληλα, θα μιλήσουμε για την ελληνική παροικία της Τεργέστης, προκειμένου να κατανοήσουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο άνδρες σαν τον Καρυτσιώτη διακρίθηκαν και στη συνέχεια πρόσφεραν στον τόπο τους.
Το ταξίδι του Δημήτρη Καρυτσιώτη και η ελληνική μετανάστευση
Ο θρύλος λέει ότι ο 15χρονος Δημήτρης Καρυτσιώτης δούλευε με τον πατέρα του στο χωράφι τους στον Άγιο Ιωάννη Κυνουρίας εκείνο το πρωί του 1756 όταν ένας θείος του, περνώντας από εκεί, του πρότεινε να τον πάρει μαζί του στη Σμύρνη, όπου υπήρχε δουλειά και προοπτική για κάθε σκληρά εργαζόμενο έμπορο. Θα μπάρκαραν σε ένα πλοίο που έφευγε από τη Σκάλα, δηλαδή το σημερινό Παράλιο Άστρος. Δίχως να το σκεφτεί, και προτού ο πατέρας του εξετάσει το ζήτημα δύο φορές, ο ανήσυχος Δημήτρης έτρεξε να βρει τα τσαρούχια του για να ακολουθήσει το συγγενή του στο ταξίδι. Η παράδοση λέει ότι μέσα στη βιασύνη του, έφυγε φορώντας μόνο το ένα. Τόση ήταν η λαχτάρα του να ταξιδέψει.
Ωστόσο, η παραπάνω ιστορία δεν θα έπρεπε να μας παραξενεύει. Οι μετακινήσεις τόσο εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και εκτός, ήταν σύνηθες φαινόμενο. Οι πρόγονοι του Δημήτρη, εξάλλου, ήταν εσωτερικοί μετανάστες και η εσωτερική μετανάστευση ήταν συχνότατη στον ελλαδικό χώρο, και τις περισσότερες φορές πυροδοτείτο από αιτίες οικονομικές.
Η οικογένεια Καρυτσιώτη, αγροτοποιμένες,είχε τις ρίζες της στην Καρύτσα της Λακεδαίμονος. Η Καρύτσα ήταν ένα μικρό χωριό που απαντά από τα βυζαντινά χρόνια, χτισμένο στις υπώρειες του Δυτικού Πάρνωνα, κοντά στο Γεράκι. Πολύ πριν από την Επανάσταση, για λόγους επιβίωσης, οι κάτοικοι του χωριού το εγκατέλειψαν για να εγκατασταθούν σε άλλα, εύφορα μέρη. Κάποιοι εγκαταστάθηκαν στις Σπέτσες, άλλοι στη Γράμμουσα της Λακωνίας και κάποιοι στο Άστρος. Μάλιστα, στον Άγιο Ιωάννη στο Άστρος, υπήρχε το μικροτοπωνύμιο «Καρύτσα» στην απέναντι πλαγιά του Καλογεροβουνίου, όπου πρωτοεγκαταστάθηκαν οι πρόγονοι του Καρυτσιώτη.
Η ιστορία της μετανάστευσης –εσωτερικής και εξωτερικής, οικονομικής ή πολιτικής, από έναν αγροτικό χώρο σε έναν άλλον ή από μια αγροτική περιοχή σε μια αστική και το αντίστροφο-είναι συνυφασμένη με την ιστορία της χώρας μας. Ήδη από τον 16ο αιώνα τα μεταναστευτικά ρεύματα από τον ελλαδικό χώρο προς την Κεντρική, Βόρεια και τη Δυτική Ευρώπη, αλλά και προς τη Μαύρη Θάλασσα, πύκνωναν και δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για την άνθηση που γνώρισαν οι ελληνικές παροικίες στη Βιέννη, στο Λιβόρνο, στην Τεργέστη, στη Βενετία. Εν αρχή υπήρξαν οι ορθόδοξες Αδελφότητες σε εκείνεςτις πλούσιες εμπορικές πόλεις, οι ηγεμόνες των οποίων φρόντιζαν για την οικονομική τους ευμάρεια. Καθώς οι πρώτες αυτές Αδελφότητες των ορθοδόξων πλούτιζαν, άνοιγαν οι δρόμοι για την προσέλκυση και άλλων μεταναστών από τον ελλαδικό χώρο. Με τον πλούτο και την άνθηση που γνώριζαν οι έμποροι εκεί, δημιούργησαν Κοινότητες ισχυρές. Οι δημιουργοί αυτών των Κοινοτήτων, όπως θα δούμε στη συνέχεια εξετάζοντας το παράδειγμα του Καρυτσιώτη, εξελίχθηκαν σε σημαντικούς παράγοντες της οικονομίας των χωρών υποδοχής. Και οι ξενιτεμένοι πλούσιοι έμποροι δεν ξεχνούσαν ποτέ την ιδιαίτερη πατρίδα τους, στην οποία άφηναν κληροδοτήματα που συνέβαλλαν ουσιαστικά στην πρόοδο της ελληνικής κοινωνίας. Ένα τέτοιο σπουδαίο κληροδότημα άφησε και ο Δημήτρης Καρυτσιώτης στο Άστρος Κυνουρίας.
Ο Δημήτρης Καρυτσιώτης εξελίχθηκε σε έναν σπουδαίο παράγοντα της οικονομικής ζωής της Τεργέστης, και μαζί με άλλους ομογενείς που δραστηριοποιούνταν οικονομικά εκεί, ίδρυσαν την Κοινότητα Ελλήνων Ορθοδόξων της Τεργέστης. Ώσπου να φτάσουμε εκεί, χρήσιμο είναι να παρακολουθήσουμε την ιστορία της μετανάστευσης κατά τους χρόνους που μας ενδιαφέρουν, αλλά και να εξετάσουμε της συνθήκες που επικρατούσαν στους χώρους υποδοχής και συνέβαλλαν στην άνθηση του ελληνικού εμπορικού στοιχείου.
Λίγα λόγια για τη μεταναστευτική κίνηση στην Ευρώπη (14ος-18ος αι.)
Για τις μετακινήσεις και τα ευρύτερα μεταναστευτικά ρεύματα που παρουσιάζονται στην Ευρώπη από τον 16ο αιώνα και μετά, δεν ευθύνονται μόνο οι πόλεμοι που ξέσπασαν σε διάφορες χρονικές περιόδους, όπως η οθωμανική επέκταση προς τη Δύση ή οι πόλεμοι που ακολούθησαν ανάμεσα στους Οθωμανούς και στις ευρωπαϊκές δυνάμεις ή και ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη. Προχωρώντας πιο μακριά ακόμη, εκτός από τις πολεμικές συγκρούσεις και τις συνοριακές ανακατατάξεις, ενεργό ρόλο στις μετακινήσεις πληθυσμών, κυρίως από τα ανατολικά προς τα κεντρικά και τα δυτικά της Ευρώπης, έπαιξαν και η «απορρύθμιση» του κοινωνικού και οικονομικού συστήματος των ζωνών που πλήττονταν από τις μακροχρόνιες συρράξεις, οι κλιματικές αλλαγές, οι λιμοί, καθώς και η εμφάνιση επιδημικών ασθενειών.
Οι περισσότεροι ιστορικοί που ασχολούνται με τη μετανάστευση θεωρούν ότι η Βιομηχανική Επανάσταση υπήρξε ο καταλυτικός παράγοντας για την εμφάνιση της μεγάλης μεταναστευτικής κίνησης. Ωστόσο, η μετανάστευση έχει μεγάλη ιστορία από μόνη της. «Τα δομικά στοιχεία της οικονομικής ζωής, όπως η ζήτηση για εργατικά χέρια, η εκμετάλλευση του κεφαλαίου, η κίνηση του πληθυσμού και τα γαιοκτητικά καθεστώτα συμβάλλουν αποφασιστικά στη μετανάστευση» (Page-MochL.). Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, δεν μεταναστεύουν μόνο αγροτικοί πληθυσμοί ή λιγότερο προνομιούχοι, αλλά και εκείνοι που επιθυμούσαν να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους, ανοίγοντας νέους δρόμους στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.
Ως προς την περιοχή και τον χρόνο που εξετάζονται εδώ, ως παράγοντες του μεταναστευτικού φαινομένου αναγνωρίζονται οι δραματικές δημογραφικές αλλαγές που προκάλεσε η εξάπλωση του οθωμανικού στοιχείου ήδη από τον 14ο αιώνα ιδίως στα πεδινά και εύφορα μέρη. Η παρουσία των μουσουλμάνων προκάλεσε μια συνεχώς εντεινόμενη ανασφάλεια, η οποία με τη σειρά της πυροδότησε τάσεις φυγής προς πιο ασφαλείς τόπους. Για παράδειγμα, οι αγροτικοί πληθυσμοί μετοίκησαν στα ορεινά, ενώ οι αστικοί προς τις βενετικές κτήσεις και από εκεί προς την Κεντρική Ευρώπη. Από τον 15ο και έως τον 18ο αιώνα, όταν μαίνονταν στον ελληνικό χώρο οι βενετοτουρκικοί πόλεμοι, οι πρόσφυγες κατέφευγαν προς την Κρήτη, την Κύπρο και τα Επτάνησα και από εκεί στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου. Στα τέλη του 18ου αιώνα, οι πόλεμοι μεταξύ της Βενετίας και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας της Αικατερίνης Β’, σημειώθηκαν μαζικοί εκπατρισμοί από την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες προς τα Επτάνησα, τα οποία παρέμεναν υπό βενετική κατοχή, και από εκεί προς τη Βενετία, τη Νάπολη, την Τεργέστη, το Λιβόρνο, τη Μινόρκα, την Αυστρία, την Ουγγαρία, αλλά και προς την Ουκρανία και την Κριμαία.
Παράλληλα, στις χώρες εγκατάστασης δημιουργούνταν ευνοϊκές συνθήκες για τους νέους κατοίκους. Οι ελληνικοί πληθυσμοί ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο. Έτσι, οι συνθήκες ειρήνης μεταξύ των Αψβούργων (Πασάροβιτς, 1718) και τους Ρώσους (Κιουτσούκ – Καϊναρτζή, 1774) με την υψηλή Πύλη, οι οποίες συμπεριελάμβαναν διομολογήσεις για την ελευθερία του εμπορίου, προώθησαν τις δραστηριότητες ων Μακεδόνων και των Θεσσαλών που κινούνταν στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, αλλά και σε περιοχές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Οι προσωρινές εγκαταστάσεις των εμπορικών κομπανιών των Μακεδόνων πραματευτάδων στις αυστριακές κτήσεις προκάλεσαν την αποδημία όλο και περισσότερων επαγγελματιών και σιγά-σιγά εξελίχθηκαν σε οργανωμένες παροικίες τόσο στους εμπορικούς και στρατιωτικούς κόμβους του Δούναβη όσο και στα αστικά κέντρα της Ουγγαρίας και της Τρανσυλβανίας και στις πόλεις της αψβουργικής αυτοκρατορίας. Στην ανάπτυξη των ελληνικών παροικιών στη Δαλματία και στην Ιστρία έπαιξε ρόλο και η ενίσχυση από την πλευρά της Αυστρίας των «ελεύθερων» από το 1719 λιμανιών της περιοχής Rijeka-Fiumeκαι της Τεργέστης, αλλά και η ενθάρρυνση των εμπορευόμενων και των ναυτικών που διακινούνταν στους θαλάσσιους δρόμους μεταξύ της Ανατολικής Μεσογείου και της Αδριατικής.
Οι απόδημοι που εγκαθίστανται στα αστικά κέντρα της Κεντρικής και της Βόρειας Ευρώπης αποτελούν ξεχωριστές ομάδες που «αντλούν την ιδιαιτερότητά τους έναντι του κοινωνικού τους περίγυρου από την κοινή γεωγραφική τους και εθνική προέλευση» (Χασιώτης Ι.).Οι κοινωνικές αυτές ομάδες ονομάζονται παροικίες. Οι πρώτες ελληνικές παροικίες οργανώνονται λίγες μόλις δεκαετίες μετά την άφιξη των πρώτων παροίκων σε Αδελφότητες οι οποίες λειτουργούσαν υπό την προστασία ενός αγίου. Στην οργάνωση αυτή συνέβαλε τόσο η αντίστοιχη παράδοση των θρησκευτικών αδελφοτήτων στη Δύση όσο και η εμπειρία που είχε ο ελληνικός χώρος από την οθωμανική οργάνωση σε μιλέτια, δηλαδή αμιγώς με θρησκευτικά κριτήρια. Οι Αδελφότητες διοικούνταν και οργανώνονταν βάσει ειδικών Καταστατικών, στα οποία φαίνεται ότι οι πάροικοι προσπαθούσαν να συνδυάσουν τις παραδόσεις από τους τόπου καταγωγής με τους κανόνες που ίσχυαν στις χώρες υποδοχής για τη λειτουργία των θρησκευτικών, των συντεχνιακών, των κοινωνικών και των φιλανθρωπικών οργανώσεων. Αυτή η συσπείρωση των πρώτων παροίκων, αλλά και εκείνων που ακολούθησαν, σε Κοινότητες κάλυπτε τις ανάγκες τους για κοινωνική πρόνοια, εκπαίδευση και θρησκευτική λατρεία.
Μέσα σε αυτό το κλίμα της μετακίνησης και της συνεχούς αναζήτησης για μια καλύτερη ζωή, ο σχεδόν 15χρονος Δημήτρης μπάρκαρε για τη Σμύρνη με τον θείο του που είχε ανοίξει δουλειές εκεί. Εκεί εργάστηκε περίπου για 15 χρόνια δίπλα σε έναν μεγαλέμπορο, στην αρχή ως μαθητευόμενος και αργότερα ως συνεταίρος του. Μάλιστα, του πρότεινε να νυμφευτεί την κόρη του, αλλά ο Καρυτσιώτης αρνήθηκε, λέγοντας ότι δεν θα μπορούσε να δεχθεί την τιμή, διότι η θυγατέρα του συνεργάτη του είχε λάβει ανώτερη παιδεία.
Στο ελεύθερο λιμάνι της Τεργέστης
Ο Δημήτριος Καρυτσιώτης έφτασε στην αυστριακή Τεργέστη το 1771-2, σε ηλικία περίπου 30 ετών. Είχε ήδη αποκτήσει οικονομική ευημερία στη Σμύρνη και η απόφασή του να μεταφέρει τις δραστηριότητές του στο ελεύθερο λιμάνι της Αδριατικής μόνο τυχαία δεν ήταν.
Από το 1717 ο Κάρολος Στ’ είχε εκδώσει Patente, με την οποία κήρυξε την ελευθερία της εμπορίας και της ναυσιπλοΐας στην Αδριατική και θέσπισε διευκολύνσεις στους εμπορευόμενους με σκοπό να πλήξει τις εμπορικές δραστηριότητες της Βενετίας. Με μια άλλη Patenteτο 1719, κήρυξε την Τεργέστη και το Φιούμε ελεύθερα λιμάνια, δίνοντας τη δυνατότητα εγκατάστασης στους ξένους εμπόρους και παρέχοντας ελευθερία άσκησης του εμπορίου και της βιοτεχνίας, αλλά και τη δυνατότητα να προσορμίζονται τα πλοία στα λιμάνια της Έσω Αυστρίας χωρίς διαβατήριο. Έτσι, η άφιξη και η αναχώρηση των εμπόρων γινόταν ελεύθερα, η αγορά και η πώληση των εμπορευμάτων δεν περιελάμβαναν δασμούς, τα πλοία που ελλιμενίζονταν προστατεύονταν από τη Μοναρχία, ενώ υπήρχε πρόβλεψη τα προϊόντα να αποθηκεύονται στο λιμάνι.
Το 1749, η αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία με την Istruzioneτης κατέστησε την Τεργέστη κέντρο του Litoraleκαι κάνει ιδιαίτερη μνεία για την παρουσία των «Greci»στο λιμάνι. Όπου, με τον όρο αυτόν, που σημαίνει τους «Έλληνες», αναφερόταν σε όλους τους ορθόδοξους εμπόρους οι οποίοι δραστηριοποιούνταν στο ελεύθερο λιμάνι, και όχι μόνον εκείνους που είχαν ελληνική καταγωγή. Η ελληνική γλώσσα ήταν η γλώσσα του εμπορίου. Το 1750, με άλλο έγγραφό της, η αυτοκράτειρα παραχώρησε τα πρώτα προνόμια στην κοινότητα των ορθόδοξων εμπόρων της Τεργέστης, όπως το δικαίωμα να αποκτήσει εκκλησία η οποία να λειτουργεί με το ορθόδοξο τυπικό.
Ο Δημήτρης Καρυτσιώτης, επομένως, το 1771-2 που κατέφθασε εκεί για να επεκτείνει τις δραστηριότητές του, βρήκε πρόσφορο έδαφος. Η αυστριακή πολιτική, ιδίως κατά τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα, αποσκοπούσε στο «να περάσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό του αυστριακού εμπορίου σε πεπειραμένους Οθωμανούς υπηκόους εμπόρους, ιδίως Έλληνες, αλλά και άλλους χριστιανούς κατοίκους των Βαλκανίων, ώστε έμμεσα να προκληθεί ο επιθυμητός κατά της Βενετίας αντιπερισπασμός» (Κατσιαρδή-HerringΌλγα).
Εκμεταλλευόμενος τις συνθήκες, ο Καρυτσιώτης δημιούργησε μεγάλη περιουσία. Μάλιστα, στο πιο αριστοκρατικό και περίβλεπτο σημείο της παραλίας της Τεργέστης ανήγειρε μεγαλοπρεπές μέγαρο, το PalazzoCarciotti, στο υπερώον του οποίου είχαν βρει για μήνες καταφύγιο οι διασωθέντες Ιερολοχίτες, αλλά και ο ίδιος ο Ρήγας Φεραίος το 1798. Ύστερα από προδοσία, ο Φεραίος συνελήφθη από τις αυστριακές αρχές και παραδόθηκε στους Τούρκους, οι οποίοι τον στραγγάλισαν και τον πέταξαν στον Δούναβη. Στο μέγαρο αυτό, και προς τιμήν της ιδιαίτερης πατρίδας του, ο Κυνουριάτης έμπορος είχε θέσει την επιγραφή «ΆΣΤΡΟΣ». Η παραλιακή οδός εμπρός από το μέγαρο ονομαζόταν ViadeiGreci (οδός των Ελλήνων) και η παραλία «RivaCarciotti» (Σμαράγδη Αρβανίτη).
Στην Τεργέστη από την Κοινότητα ανοικοδομήθηκαν δύο ναοί: εκείνος του Ευαγγελισμού και του Αγίου Σπυρίδωνα, και αργότερα, το 1782, ο ναός της Αγίας Τριάδας και του Αγίου Νικολάου, κοντά στο λιμάνι, προκειμένου να εκκλησιάζονται εκεί οι ορθόδοξοι ναυτικοί που κατέφθαναν με τα εμπορικά πλοία.
Η Κοινότητα της Τεργέστης, όπως και όλες οι κοινότητες στις μεγάλες εμπορικές πόλεις, είχε δικό της καταστατικό που διευκόλυνε τη λειτουργία της. Αξίζει να αναφερθεί ότι ανάμεσα στους κανόνες τους οποίους έπρεπε να ακολουθούν όλα τα μέλη, ήταν ο αποκλεισμός οποιουδήποτε προκαλούσε σύγχυση, ταραχές και «ανακατώματα». Η Κοινότητα απαιτούσε την ένωση και την ομογνωμία από τους αδελφούς, προκειμένου να μην εκτίθεται η Κοινότητα στις Αρχές και δυσφημείται στην τεργεστίνικη κοινωνία.
Η Μοναρχία είχε παραχωρήσει στην Κοινότητα της Τεργέστης το δικαίωμα να συστήσει σπουδαστήριο με δύο διδασκάλους «διά την διδασκαλίαν και παιδείαν του γένους εις την ιδίαν Γραικικήν γλώσσαν», στο οποίο ήταν δυνατόν να γίνουν δεκτοί και έξι Καθολικοί μαθητές για να διδαχθούν την ελληνική. Μάλιστα, οι ξένοι μαθητές δεν θα κατέβαλαν δίδακτρα, ως φόρο τιμής ίσως για τη χώρα που τους φιλοξενούσε. Ο Δημήτριος Καρυτσιώτης ήταν ενεργότατο μέλος της Κοινότητας και ένας εκ τους ιδρυτές του σχολείου της. Το 1812, μάλιστα, εξελέγη και δημοτικός σύμβουλος της πόλης, κάτι που αποδεικνύει την εκτίμηση της οποίας έχαιρε στην Τεργέστη. Με το κληροδότημά του θέλησε να διαμορφώσει στην ιδιαίτερη πατρίδα του τις προϋποθέσεις ώστε οι νέοι της Αρκαδίας να λαμβάνουν τη μόρφωση που θα τους εξασφάλιζε ένα καλύτερο μέλλον.
Οι σχολές του Άστρους και του Αγίου Ιωάννη
Ο Δημήτριος Καρυτσιώτης συντασσόταν με τον Ρήγα Φεραίο και τον Αδαμάντιο Κοραή. Η πίστη του στην εκπαίδευση και στη μόρφωση του Γένους είχε ήδη διαφανεί από τη χορηγία την οποία είχε κάνει στη Σχολή της Κοινότητας των Ορθοδόξων της Τεργέστης.Ο μεγαλέμπορος από το Άστρος δεν θα μπορούσε παρά να τιμήσει τον τόπο του με ένα γενναίο κληροδότημα, προσανατολισμένο στη μόρφωση των νέων. Μάλιστα, αναγνωρίζοντας την ανάγκη τόσο για την πολλαπλή μόρφωση των μαθητών όσο και για την παροχή σε αυτούς εφοδίων που πρακτικά θα τους βοηθούσαν να προκόψουν στη ζωή τους, φρόντισε το πρόγραμμα σπουδών να περιλαμβάνει τόσο μαθήματα ανθρωπιστικής και γενικής παιδείας όσο και επαγγελματικής. Πρακτικό πνεύμα ο Καρυτσιώτης, αντιλαμβανόταν τις ανάγκες των νέων της περιοχής. Μάλιστα, λόγω του αγροκτήματος 50 στεμμάτων που περιελάμβανε το κληροδότημα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι μαθητές λάμβαναν και μαθήματα γεωπονικής.
Σύμφωνα με την επιθυμία του, το πρόγραμμα μαθημάτων περιελάμβανε τη διδασκαλία της Γλώσσας και των Αρχαίων Ελληνικών από έναν σχολάρχη ή υποδιδάσκαλο. Επίσης, οι μαθητές διδάσκονταν Φυσική, Χημεία και Μαθηματικά, και δύο ξένες γλώσσες, τα Ιταλικά και τα Γαλλικά. Υπήρχαν ακόμα όργανα Φυσικής και Χημείας, καθώς και μια Βιβλιοθήκη.
Πολλά από τα βιβλία που έχουν διασωθεί έως σήμερα είναι τυπωμένα στην Τεργέστη ή έχουν άμεση αναφορά στην εκεί Ελληνική Κοινότητα. Έχουν επιβιώσει 474 τίτλοι, από τους οποίους οι 99 μόνο ανήκουν στη θετική κατεύθυνση, 133 είναι αντίτυπα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και 89 έχουν θρησκευτική θεματολογία. Από τον κατάλογο των διδασκόντων, αν και δεν είναι ολοκληρωμένος, εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι περισσότεροι ήταν ντόπιοι (Αρβανίτη Σμαράγδη).
Η παρακμή της σχολής ξεκίνησε με τον θάνατο του ιδρυτή της το 1819. Επλήγη με την έναρξη της Επανάστασης και καταστράφηκε από τον Ιμπραήμ το 1826, όταν πυρπολήθηκε. Το 1830 πέρασε στην ιδιοκτησία του Δημοσίου και λειτούργησε με χρήματα του κληροδοτήματος έως το 1899. Εν συνεχεία, λειτούργησε ως Ελληνικό Σχολείο – Σχολαρχείο (1899-1929), ως Ημιγυμνάσιο (1929-1940), ως Αστικό Σχολείο (1935) και ως Γυμνάσιο – Λύκειο (1939-1971).
Σήμερα, η παλιά σχολή στεγάζει το Αρχαιολογικό Μουσείο Κυνουρίας. Στον αύλειο χώρο της, ως ενθυμήματα από την εποχή που λειτουργούσε ως σχολείο και ως οικοτροφείο, σώζονται οι καπνοδόχοι. Το 1823 στον χώρο της σχολής έλαβε χώρα η Γ’ Εθνοσυνέλευση και εκεί συντάχθηκε ο «Νόμος της Επιδαύρου», ο καταστατικός χάρτης της Ελλάδας. Ο καλλιμάρμαρος ανδριάντας του τον οποίο τοποθέτησε στον προαύλειο χώρο του σχολείου το 1912 ο Σύλλογος Θυρεατών του Σικάγου, αναστηλώθηκε στο αγροκήπιο το 2000.
Αντί επιλόγου
Τώρα που ξαναδιαβάζω το άρθρο, το βρίσκω κάπως άνισο. Το μεγαλύτερο μέρος του έχει να κάνει λιγότερο με τον συμπατριώτη μας και περισσότερο με την ελληνική μετανάστευση και την Κοινότητα της Τεργέστης.
Ωστόσο, αυτή η ιστορία είναι η ιστορία του τόπου μας και η ταυτότητα των Ελλήνων των παροικιών είναι μέρος της ταυτότητάς μας. Και ο ίδιος ίσως δεν θα είχε αντίρρηση να είναι η αφορμή για τη σημερινή «κουβέντα» και όχι ο κεντρικός ήρωας.
Το ενδιαφέρον του για τους αδελφούς του στην Κοινότητα, αλλά και για την ιδιαίτερη πατρίδα του, καταδεικνύει έναν ακούραστο άνθρωπο, ο οποίος ένιωθε την ευγνωμοσύνη για την καλή του τύχη και ποτέ δεν ξέχασε τον τόπο του. Το επίγραμμα στον τάφο του, το οποίο παραθέτουμε στα νέα ελληνικά, συμπυκνώνει εύγλωττα όλη του την πορεία:
«Εδώ κείται ο Δημήτριος Καρυτσιώτης, ο οποίος κατά την ευσέβεια, την επιείκεια και κατά την τιμιότητα στις συμβολαιογραφικές πράξεις σε όλους τους Έλληνες και ξένους ήταν σεβαστός έως την τελευταία μέρα της ζωής του, και ο οποίος ουδέποτε λησμόνησε την ιδιαίτερη πατρίδα του, και ίδρυσε σε αυτήν σχολείο με δικές του δαπάνες, για να ανακτήσει η νεότητα του τόπου και των γύρω περιοχών την πατροπαράδοτη αρετή».
Εύα Γαλανιάδη